United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του φάνηκε πως έβρισκε ένα δικό του άνθρωπο μέσα στην αγριάδα της εκκλησιάς, που καταλάβαινε το παράπονό του. Είχανε φάει τη θάλασσα μαζή, χρόνια και χρόνια. Του φαινότανε ακόμα πως ο Άγιος ήτανε κι' αυτός στενοχωρημένος, μέσα στο κουβούκλιο του, πως λαχταρούσε τη θάλασσα, πως είχε τον ίδιο καϋμό με το δικό του. Έσκυψε, έκανε το Σταυρό του κι' ανασπάσθηκε.

Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη. — Τι έχεις, κορίτσι μου, της είπεν ο πατήρ της. — Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω από τον καϋμό μου! Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης. Τω όντι, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν.

Ο Θεός μόνο κατέχει τον καϋμό απού πήρε, μα είντα μπορεί να κάμη; είντα μπορεί να πη; Αυτή το θέλει, λέει, να πηαίνης στο σπίτι τως και δε φοβάται πράμμα, γιατί καθάριος ορανός αστραπές δε φοβάται. Μα μπορεί να πάη κιανεβουλής του κυρού τση και ταδερφού τση;

Ο Ήλιος απ' αλάργα Την ακλουθάει με την ματιά, και με καϋμό της λέει, Πως θα τον κάμη η αγάπη της βαρη' άρρωστος να πέση. Και σαν το μάθη η μάνα του, η μάγισσα η μεγάλη Και ξακουστή βασίλισσα, θε να της κάμη μάγια.

Ο άσχημος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξη στη φλόγα της αγάπης. Τον έκαιγε μέρα και νύκτα. Και όσο περνούσανε μέρες, από την πίκρα και τον καϋμό του γινότανε ολοένα ασχημότερος. Οι διαβάτες δεν τον κυττάζανε πια. Γυρίζανε το κεφάλι τους με τρομάρα. Τα σκυλιά τον γαυγίζανε από μακρυά.

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• «Θεός δεν είμαι• των θεών γιατί με παρομοιάζεις; είμαι ο πατέρας σου, είμαι αυτός, οπού για τον καϋμό του απ' την αυθάδεια των ανδρών τόσα υπομένεις πάθη».

Έδωκε ο Θεός και μεγάλωσε και το παιδί μου ο Μιχαληός. «Να φύγω, πατέρα, μούλεγε, να πάω στην Αμέρικα. Προκοπή δεν έχει ο τόπος μας. Να πάω στην Αμέρικα να σας στείλω λίρες με το τσουβάλι». Βρε παιδί μου Μιχαληό, τούλεγα, να μας φύγης και συ, τι θα γίνωμε; Άλλο παιδί δεν έχομε, η μάννα σου θα πεθάνη από τον καϋμό της!... Αυτός τίποτε. «Να φύγω, πατέρα· δεν μπορώ να σας βλέπω να πεινάτε.

Θρυμματίζονταν θαρρείς από θλίψη και καϋμό που δεν τους άνοιγε. Μα ο Αριστόδημος έκαμε αηδίας και δυσπιστίας μορφασμό. Αυτό μας έλειπε! Ας τον χαίρετε τώρα η μαννούλα του. Πήγε βιαστικά και σφάλισε το παράθυρο του κήπου. Δεν ήθελε ν' ακούη φωνές. Τα γέλοια τον δυσαρεστούσαν η χαρά τον επείραξε. Πίστευε πως ο έξω κόσμος δεν κάνει άλλο παρά να ξελογιάζη τον άνθρωπο.

Έχασα τον άνδρα μου, έχασα το παιδί μου, αχ! το καλό μου παιδάκι, θα ήταν σήμερα γαμπρός φοβερός. Εχάσαμε το βιο μας. Δεν θα φωτίση ο Θεός κανένα καλόνε άνθρωπο, να πανδρεύσω το μεγάλο το κορίτσι μου; Μεγάλο καϋμό το έχω, γέροντά μου. Μου έρχεται 'σάν ντροπή. Τουλάχιστον το μεγάλο μου κορίτσι! Και ελησμονείτο η γραία χάσκουσα εις την έκθαμβον λάμψιν των μεγάλων του γέροντος οφθαλμών.

Είντα θέλει από σένα, που τση πέφτεις παιδί τση; Άντρα σε θέλει γ ή καύκο; Κουζουλάδα, πρέπει, την πιάνει την κακομοίρα, απού τον καϋμό τση, γιατί δε βρίσκει άντρα. Καλά το λέει κ' η θεια σου το Καλιό. Μα δε θα την αφήσω γω να ξεμυαλίση το παιδί μου και να το κάμη ανεμπαίγνιδο του χωριού.