United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το βέβαιο είναι όμως πως ο μικρός Σβεν ανακάλυψε μια μέρα μιαν εικόνα κρεμασμένη στην κάμαρα της μαμάς κι αφού την κοίταξε μερικές στιγμές, την κατέβασε και την παρατηρούσε σιωπηλός, σα να έβλεπε εκεί κάτι νέο, που το λογικό του δεν το ένοιωθε. Δεν είτανε καμιά εικόνα σύμφωνη με το σημερινό αίστημα. Έχει πολύ λίγη τέχνη και διηγείται μιαν ιστορία.

Νεράιδες ζωντανές, ασπροφορεμένες, που έσερναν τον χορό, κ' ετραγουδούσαν, μέρα μεσημέρι: «Ημείς παίρνουμε της μιλιές, ημείς καλές κυράδες». Και κα-κα-κα τα γέλοια, κα-κα-κα τα γέλοια. Εγώ ήκουα μετά προσοχής, κ' εκύτταζα γύρω γύρω, ως να ήλπιζα να ιδώ κάπου ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά, κάτω στο ρέμμα, της «καλές κυράδες», όπου έλεγεν ο Νικολός.

Όταν οι βαρώνοι της Κορνουάλλης άκουσαν, ότι ο Τριστάνος τους πρότεινε μονομαχία, είπαν όλοι στο Βασιληά: «Μεγαλειότατε, πάρε πάλι τη Βασίλισσα. Ανόητοι ήτανε αυτοί που την εσυκοφάντησαν. Όσο για τον Τριστάνο, ας φύγη, όπως το προτείνει, να πολεμήση στη Γαβοΐα ή κοντά στο Βασιληά της Φρίζης. Παράγγειλέ του να σας ξαναφέρη την Ιζόλδη, την τάδε μέρα και γρήγορα».

Υ παπάς απ' μ Παναϊά, κάτου στη χώρα, δε θέλησε ναρθή, γιατ' είμαστε λίοι, κη δε μαζουνώμαστε πουλλοί, για να βγάλη τουν κόπου τ', ας πούμε. Υ παπάς απ' τουν Άι-Γιάννη τσ' Τρεις Ιεράρχοι, ο άλλους είνε φημέριους, γιατί τουν παπ' Αγγελή, πούταν απ' όξου, μας τούνε 'πήρις. Κουντέψαμι ν' απουμείνουμι αλειτρούητοι, τέτοια μέρα, γιατί δε ξέραμι 'σαί ποιά εκκλησιά θελά-πάτι ν' αναστήσητε.

Κάποια μέρα που ξανάπιασαν τον Τριστάνο με τη Βασίλισσα, έκαμαν αυτό τον όρκο: αν ο Βασιληάς δεν έδιωχνε τον ανηψιό του μακρυά από τη χώρα, αυτοί θ' αποτραβιώντανε στους οχυρούς πύργους των για να τον πολεμήσουν. Παρουσιασθήκανε στο Βασιληά: «Μεγαλειότατε, μπορεί να μας αγαπάς ή να μας μισής, όπως θέλεις. Αλλά θέλουμε να διώξης τον Τριστάνο.

Αλλά την τελευταία μέρα της διαμονής μου στον Αμαλό, ενώ ξεκουραζόμουνα με το Βασίλη κάτω, σέναν πρίνο, άκουσα θόρυβο κείδα να περνά σταντικρυνό πλάι και σε μικρή απόστασι ένας τράγος. Αγρίμι, Γιώργη! μούπε σιγανά ο ξάδερφος, Θωρείς το; Σαν νάκουσε τη φωνή ο τράγος, στάθηκε μια στιγμή κείδα πολύ μεγάλα κέρατα, γυρτά προς τα πίσω.

Αυτό το ζώο είναι νυχτόβιο και δε βγαίνει καθόλου την ημέρα. Ζη υποχθόνιο και τρέφεται με ρίζες φυτών και υποχθόνια έντομα. Υπάρχει παράδοση, ότι μια φορά κι’ έναν καιρό είταν δυο αδέρφια. Ο ένας λέγονταν Μαλώνης κι’ ο άλλος Γκιώνης. Ο πρώτος είταν ζευγίτης κι’ ο δεύτερος πιστικός. Μια μέρα, που θα κούρευαν τα γίδια, ήρθε κι’ ο ζευγίτης να βοηθήση τον πιστικό. Έλειπε ένα βετούλι.

Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σαν σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο. Μα τόμορφο κορίτσι δεν μπορούσε να βαστάξη την καταφρόνια, που της έκανε η αγάπη ενός σκιάχτρου. Δεν μπορούσε να χωρέση ο νους της πως μέσα σε τόσα κορίτσια, όμορφα και άσχημα, διάλεξε αυτήνε να την αγαπήση.

Επανελάμβανε προς τον πρόθυμον Περιστεράκην όλην την νύκτα, εις την ανοιχτόκαρδη ταβέρνα του κοντά εις την σκάλα. — Για τα καλορρίζικα! Του έλεγεν εκείνος ο πονηρός οινοπώλης. Περνά μια μέρα, περνάνε δυο, περνάνε τρεις και πέντε. Πού να τσουρμάρη και πού να φύγη ο καπετάν- Μοναχάκης. — Νταμπλάς θα μούρθη! Έλεγεν ο γέρων, ο καπετάν-Μαμμής, αναστενάζων επάνω ς' ένα αρχοντικό διβάνι.

»Ξύπν' Αστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει, Γιατί εκοιμήθηκες τόσο βαρειά; Ξύπνα ο Λαμπέτης σου γλυκά σε κράζει Να ιδής τα φράξα σου, τα κρύα νερά.» »Τα μάτια σου άνοιξε, ψυχοπατέρα, Να ιδής πού σ' έφερα σε μια βραδειά. Μεςτο λημέρι σου μ' ηύρηκ' η μέρα, Τώχω, Αστραπόγιαννε, κρυφή χαρά