United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά την τελευταία μέρα της διαμονής μου στον Αμαλό, ενώ ξεκουραζόμουνα με το Βασίλη κάτω, σέναν πρίνο, άκουσα θόρυβο κείδα να περνά σταντικρυνό πλάι και σε μικρή απόστασι ένας τράγος. Αγρίμι, Γιώργη! μούπε σιγανά ο ξάδερφος, Θωρείς το; Σαν νάκουσε τη φωνή ο τράγος, στάθηκε μια στιγμή κείδα πολύ μεγάλα κέρατα, γυρτά προς τα πίσω.

Κ' επειδή είμαι ξένος, ο νέος μ' έδειξε το σχολείο, και ανεβαίνουμε μαζύ στον πύργο τον υπερήφανο, που περνά και σπίτια και μιναρέδες· βασιλεύει ο ήλιος μέσα στους ατμούς, και η φορτωμένη μέρα είναι γεμάτη ζέστη. Και είπα στο νέο: «Ποτέ να μην ξεχάσεις πως ζεις για το Γένος». Μαζί του έπειτα πήγα στην Παναγία τη Μουχλιώτισσα και στο αγίασμα του Άη Γιώργη του Ποτηρά.

Βρε Γιώργη; Τ' είνε τούτο το κακό; του είπε ο Μητσος, σκύβοντας στο πρόσωπό του με ψυχοπόνια. — Γραφτό μου ήτανε! είπε ο Γιώργης. — Έννοια σου, δεν έχεις τίποτα· κουράγιο! του ξαναείπε. — Το βλέπω κ' εγώ. Θα με πήρε ξυστά! Δεν πονάω... Ο Μήτσος τον έψαξε στο στήθος. Δε φαινότανε τίποτε απ' έξω. Σταλιά αίμα δεν είχε χυθή.

Και στην ώρα που το έφερναν, φοβερά ρεκάζοντας επήδησε στα κύματα με τον Γιώργη το Σπετσωτάκι, που ήθελε να παλαίψη μαζί της. Για μία στιγμή, τον είδα κάτου σε βαθειά και θεοσκότεινη λαγκαδιά ν' αντρομαχέται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους αποκλαμούς, να τον παίζη στο αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα.

Παπά μ', να χαίρεσαι το πετραχήλι σ'! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ' και τα παιδάκια σ'! Ξάδερφε Θοδωρή! να ζήσης, να τσ' χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! όπως έτρεξες με το λάδ' να τρέξης και με το κλήμα! Συμπεθέρα Κρατήρω! Να χαίρεσαι, μ' έναν καλόν γαμπρό! Ανηψιέ Γιώργη! Τίμια στέφανα! 'στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού! με μια καλή νύφη, να ζήσης, να χαρής! εβίβα όλοι! Τέ-περ-τε.

— Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα· λέγει ο καπετάνιος στον ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσης με ξυπνάςΚαλά πατέρα· πήγαινε κ' ένοια σου. Μικρός εβγήκεν ο Βαλμάς από το νησί κ' εγύρισε πενηντάρης με άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με τον Γιώργη δεκοχτώ χρονών και με το ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισαλειμμένο, κομψό και καλοθάλασσο.

Ούτω λοιπόν ο καπετάν Παρμάκης, τρικυμίας επιθυμών, ερρίφθη πλησίστιος με όλην την κάσσα του εις τον εκλογικόν σάλον, σχεδιάζων την επιτυχίαν εν κοινώ συμβουλίω μετά του φίλου του, του Γιωργή της Θασίτσας, παρισταμένης πάντοτε και παχείας βαυκάλεως, πλήρους από του γαλακτώδους εκείνου ποτού. Δις ηγωνίσθη έως τότε τον εκλογικόν αγώνα, αλλ' απέτυχε. Πρώτον ως δήμαρχος και δεύτερον ως βουλευτής.

Μπονάτσα και σήμερα! Επανελάμβανε καθ' εκάστην προς την σύζυγόν του. Και αρεσκόμενος να φοιτά εις του Γιωργή της Θασίτσας, όπου μόνον ανεμιμνήσκετο, ως έλεγε, των τρικυμιών της θαλάσσης, λέγει ημέραν τινά προς τον οινοπώλην. — Μωρέ παιδί μου, δεν έχει και καμμιά φουρτούνα, μωρέ Γιωργή μου; — Φουρτούνες; Άλλο τίποτα! απήντα ο Γιωργής της Θασίτσας.

— Η μάνα μου θέλει να μείνω ώστε να φτάσουν η μέρες να πάω στη χώρα· μα γω θα γιαγείρω μος περάση τση Παναγίας. Μα μπορώ ναργήσω, που θα σου φέρνω την υγειά σου; Στην τελευταία λέξη κόπηκε η φωνή μου και το Βαγγελιό ψιθύρισε τρομαγμένη: — Ω Χριστέ μου! Μια φωνή γυναίκας, βραχνή από θυμό, είχε φωνάξει από το δρόμο: — Γιώργη!

Θα του τα πάρω σου λέω! — Θα πέσης όξω, καπετάν-Παρμάκη! Άκουσε και μένα. Προσέθηκεν ο Γιωργής της Θασίτσας, προσφέρων έν ακόμη ποτόν, το δεύτερονγια της δεύτερες χολές! — Να σ' πω, Γιωργή μου, παιδί μου. Εγώ καθώς πούλησα την «Ελένην μου» έτσι κ' έτσι πεσμένος όξω είμαι, θα του τα πάρω, σου λέω!