Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Ως η παρθένος του δημοτικού άσματος, Όπου 'χε δώδεκ' αδερφούς και δεκοχτώ ξαδέρφους, η Αγγελική υπερηφανεύετο διά τους «ανδρειωμένους» αδελφούς της και πολλάκις συνηγωνίζετο εις τας ασκήσεις των, εντεύθεν δε το κάλλος της είχε λάβει την σεμνήν και υπερήφανον πλαστικότητα Αρτέμιδος.

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Αρκάδιος, Ρουφίνος, Ευτρόπιος Όσο κι αν πάσκισε ο Θεοδόσιος να σμίξη τους βαρβάρους με τα ντόπια στοιχεία και να ψαλιδίση τα φτερά τους μ' αυτή την πολιτική, τέτοια δουλειά δεν μπορούσε να γίνη άψε σβύσε. Αν τύχαινε και τούμοιαζε ο διάδοχος του, άλλος ο λόγος. Ο Αρκάδιος όμως, ο διάδοχος της Ανατολής, δεκοχτώ χρονών αγώρι, δεν πήρε από τον πατέρα του.

Να ιστορία μια φορά· η καλλίτερη απ' ούλες, είπεν εκείνος. Μου εκεντήθηκε η περιέργεια και τον επαρακάλεσα να μου πη όσα ήξερε. — Δεν έτυχε ν' ακούσης για τη Δεκοχτούρ', αφεντικό; Δεκοχτώ, μαθές, την αγαπήσανε και κανένα δεν επήρενε. Και σιγά σιγά, με δικά του λόγια και με δικές του παρατήρησες, μου εδιηγήθηκε τη γνωστή ιστορία της Σμαραγδούλας. Και αφού εστάθηκε λίγο, είπεν ακόμα.

Θυμούμουν και του Βικέλα τους στίχους, όταν έγραφε ρωμαίικα ο Βικέλας και μας μετάφραζε τον Όμηροκι όχι το Σαικσπήρο. Θυμούμουν τους στίχους του Βικέλα, θυμούμουν τους Αθηναίους και κοίταζα τον ξάδερφο μου, του Βικέλα τανίψι, δεκοχτώ χρονώ παλληκάρι, που μοιάζει δεκατεσσάρω. Είναι νόστιμο το ξαδερφάκι μου πολύ. Σπουδάζει, λέει, μηχανικά. Μηχανικά; Ας είναι!

Καρδιά με δεκοχτώ κλειδιά, γιατ' είσαι κλειδωμένη; Άνοιξε, παίξε, γέλασε, σαν που είσουν μαθημένη, Και χύσε γύρα τη χαρά με δυο γλυκά σου λόγια. — Και πώς ν' ανοίξω να χαρώ, να παίξω, να γελάσω; Τα χέρια, που την κλείδωσαν είναι ξενιτεμένα, Παν τρία χρόνια ολάκαιρα, οπού τα περιμένω, Ναρθούν να την ανοίξουνε, να παίξω να γελάσω. — Κι' αν δεν σου ερθούνε, λιγερή; Κλειστή θα μέν' αιώνια; — Τα χέρια, που την κλείδωναν, πήραν και τα κλειδιά της.

— Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα· λέγει ο καπετάνιος στον ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσης με ξυπνάςΚαλά πατέρα· πήγαινε κ' ένοια σου. Μικρός εβγήκεν ο Βαλμάς από το νησί κ' εγύρισε πενηντάρης με άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με τον Γιώργη δεκοχτώ χρονών και με το ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισαλειμμένο, κομψό και καλοθάλασσο.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν