Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Έμεινεν εκεί με τα κεφάλι σκυμμένο· έπειτα μου είπε: — Κακοσημαδιά, μωρέ παιδί· μεγάλη κακοσημαδιά!... Είδες το άτιμο να πάρη τα ζερβά!... Αν πετούσε δεξιά θα είχαμε καλό ταξείδι· μα τόρα κακά σημάδια. Ή σε μας ή στο σπίτι κάτι κακό θε να γένη!... Κ' εγώ εκείνη την ώρα τα ίδια εσυλλογιζόμουν. Η κουκουβάγια λέγουν πως ήταν αδερφή των οχτώ παιδιών και του Κωσταντή.
Το ημερολόγιόν μου, που από καιρό το είχα αμελήσει, σήμερα μου έπεσε πάλιν εις τα χέρια, και εξεπλάγην, πώς εν συνειδήσει επροχώρησα εις όλα αυτά, βήμα προς βήμα! Πώς έβλεπα τόσον καθαρά, πάντα την κατάστασή μου, και όμως εφέρθην σαν παιδί· τώρα ακόμη τόσον καθαρά βλέπω, και όμως δεν υπάρχει κανένα φαινόμενον βελτιώσεως. 10 Αυγούστου.
— Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα· λέγει ο καπετάνιος στον ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσης με ξυπνάς — Καλά πατέρα· πήγαινε κ' ένοια σου. Μικρός εβγήκεν ο Βαλμάς από το νησί κ' εγύρισε πενηντάρης με άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με τον Γιώργη δεκοχτώ χρονών και με το ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισαλειμμένο, κομψό και καλοθάλασσο.
Κι' άρχισε αμέσως σαϊτιές. Ο Αίας την ασπίδα παραμερούσε· τότε αφτός τηρώντας μόλις χτύπαε κάναν οχτρό, τον άφινε νεκρό εκειπά, και γύρναε 270 πίσω απ' τον Αία να κρυφτεί, σαν πίσω από μητέρα παιδί· κι' αφτός τον σκέπαζε με τη λαμπρή του ασπίδα.
Έλα με εμένα σε περικαλώ διά να καταλύσης εις το σπήτι μου, εγώ είμαι γέρων πλούσιος, και χωρίς παιδί· σε εκλέγω διά κληρονόμον μου και υιόν μου. Εις ετούτα τα λόγια άνοιξε τας αγκάλας του, και με έσφιξε με τόσην αγάπην, ωσάν να ήθελα του είμαι αληθινός υιός.
Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· «Δεν είδα εγώ, δεν έμαθα· το βόγγημά των μόνον 40 άκουσα ως εφονεύονταν 'ς τα βάθη των θαλάμων κατάκλεισταις, περίφοβαις, καθόμασθε η γυναίκες, ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο υιός σου, κ' εστάλη απ' τον πατέρα του να με καλέση εκείνος. και ορθόν 'ς την μέση των νεκρών των σκοτωμένων ηύρα 45. τον Οδυσσέα· γύρω του 'ς τον πάτο ξαπλωμένοι κείτονταν κείνοι επανωτοί· και θα τον εχαιρόσουν να τον ιδής, ως λέοντα, κατάμαυρον 'ς το αίμα. τώρα 'ς την θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι, και αυτός λαμπρό πυρ άναψε και όλο το δώμα ωραίο 50 θειαφίζει· και τώρ' έστειλεν εμέ να σε καλέσω· αλλ' ακολούθησέ μ' ευθύς, να μην αργήτε, οι δύο, αφού τόσο στενάξετε, να λάβετε' ευφροσύνη ο πόθος κείνος ο μακρύς το τέλος ηύρε πλέον και αυτός εις την εστία του ζωντανός ήλθε κ' ηύρε 55 ζωντανήν σε και το παιδί· και τους μνηστήραις όλους.
Ώστε κ’ αυτή να αισθανθή τι σπαραγμός και πόνος είναι τ' αχάριστον παιδί· πώς την καρδιάν ξεσχίζει από το δόντι του φιδιού πλέον σκληρά... Να φύγω! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Μα τους θεούς που προσκυνώ, τι έπαθε; Ειπέ μου! ΓΟΝΕΡ. Εις μάτην βασανίζεσαι την αφορμήν να μάθης. Ας ξεθυμάνη ως εκεί 'που ημπορεί να 'πάγη το ξαναμώραμά του. Πώς! Διά μιας πενήντα από τους ακολούθους μου, — εις δύο εβδομάδας;
Σα νάτο μαγνήτης, πάντα κοντά της βρισκόμουν· και μια στιγμή πούχαμε μακρυνθή λιγάκι από τις άλλες, σιγοτραγούδησε μια μαντινάδα, που μόνον εγώ άκουσα: Δεν είνε πόνος να πονή, πόνος να θανατόνη, Σαν την αγάπη την κρυφή, όντε ξεφανερόνει. Έπειτα με κύταξε και το βλέμμα της έλεγε: «Σε καταλαβαίνω, καϋμένο παιδί· μα συ πώς να με καταλάβης;»
Έλεγες ότι συνέζων διά να μισώνται, ότι η τύχη τους έβαλε συγκατοίκους της αυτής πόλεως διά να τρώγονται. Ο εκάστοτε ισχυρός της ημέρας, δήμαρχος ή βουλευτής ή όπως εκαλείτο, εφήρμοζε κατά πλάτος το δημώδες αξίωμα: «Τώνα παιδί, καλό παιδί· τάλλο δεν είχε μάννα». Ήτο προστάτης της οικογενείας, των οικείων, των φίλων, του κόμματος, όχι προστάτης της πόλεως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν