United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώστε κ’ αυτή να αισθανθή τι σπαραγμός και πόνος είναι τ' αχάριστον παιδί· πώς την καρδιάν ξεσχίζει από το δόντι του φιδιού πλέον σκληρά... Να φύγω! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Μα τους θεούς που προσκυνώ, τι έπαθε; Ειπέ μου! ΓΟΝΕΡ. Εις μάτην βασανίζεσαι την αφορμήν να μάθης. Ας ξεθυμάνη ως εκεί 'που ημπορεί να 'πάγη το ξαναμώραμά του. Πώς! Διά μιας πενήντα από τους ακολούθους μου, — εις δύο εβδομάδας;

Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου, Του ξένου δος του ξενιτειά, κι αρρώστια μην του δίνεις, Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια, Θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, Θέλει κι' αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνη. 'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον· τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλλί στο λάκκο, Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη

Καλό και χρυσό, μάτια μου, αλήθεια· καλό και χρυσό, προσκυνώ τη Χάρη του! είπε η γριά κάνοντας το σταυρό της. Από την ώρα που μας τόστειλε ο Χαγάνος, στην καρδιά μου τόβαλα. — Μα είνε να το ιδή κανείς και να μην τ' αγαπήση; είπε κι ο γέρος με λαμποκόπημα των ματιών. Από μικρό γλύκα έσταζε το σιχαμένο.

Όσον δι' αυτό, κυρία, είνε σωστόν! υπέλαβεν ο νέος μου κάτοχος, τυλίσσων ημάς πάσας εις ικανώς ογκώδες σπείραμα, και περιδένων αυτό διά ρυπαρού λωρίου. — Αλλέως τα επεριμέναμεν και αλλέως μας εβγήκαν. Προσκυνώ! Και εξήλθε του θαλάμου μεθ' ημών.

Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι, είχαν το Άγιο Ευαγγέλιο· και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό, την Παναγιά που έλαμπεπροσκυνώ τη χάρι τηςσαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήσαν βασιλικές φρεγάδες, του δικού μας του βασιλιά που ώριζε στην Πόλη. Μόνον εκείνη τότε ήταν η κιβωτός της Χριστιανοσύνης.

Καν με το νου σοφίζεται Το πώς να τον γελάση, Και τη χαψιά να φτάση Οχ το κλαρί ψηλά. Κοντά στη ρίζα εζύγοσε Και με ταπεινοσύνη, Πλαστήν αγαθοσύνη, Τα μάτια χαμπηλά, Κυρ Κόρακα, του φώναζε Πετούμενο αντριομένο, Με χάρες στολισμένο, Εγώ σε προσκυνώ. Ω! πόσο ωραία κ' ώμορφα Αστράφτουν τα λαμπρά σου Αμίμητα φτερά σου Σε χρώμα έτζι σεμνό.

Αξίζει να ξαναγραφή εδώ ο διάλογος τους. — Πώς τολμάς εσύ μόνος και του εναντιώνεσαι του Βασιλέα, ρωτάει ο Ύπαρχος, και δεν παραδέχεσαι τον Αρειανισμό; — Άλλον από το Θεό δεν προσκυνώ εγώ, μα ας είναι κι ο Ύπαρχος, απολογιέται ο Βασίλειος.

Περεχυμένη στους κάμπους και στα βουνά, περεχυμένη στης θάλασσας τους αφρούς, στα πρασινόφορα τα Νησιά, με πέφκους πέφκους ολόγυρά σου, με τον ουρανό σου τον ολόλαμπρο, παντού σε ξανοίγω, παντού σε προσκυνώ, παντού σε λατρέβω, αθάνατη μου εσύ ψυχή της Ρωμιοσύνης. Γραμμένο στο Ροσμαπαμόνι, τρίτη, 8 τ' Άη Δημήτρη, 1901.

Ο βαστάζος εθαύμασε πόθεν τούτο· οι πλούσιοι δεν έχουν τοιούτον ελάττωμα να καλούν εις την τράπεζάν τους τους πτωχούς και ποταπούς, καθώς είμαι εγώ ένας πτωχός βαστάζος, που οι πλούσιοι δεν καταδέχονται καν να με χαιρετήσουν, όταν εγώ τους προσκυνώ έως εις την γην· ας υπάγω όμως να ιδώ τι είνε τούτο το παράδοξον έργον του πλουσίου· και εάν ο υπηρέτης αυτός με εγέλασε, μα το όνομα του Προφήτου θέλω εκδικηθή εναντίον του.

Τον ερχομόν σου μόνος πηγαίνω να αναγγείλω, και πρώτος την γυναίκα μου να την χαροποιήσω μ' αυτήν την καλήν είδησιν! Σε προσκυνώ, αυθέντα. ΔΩΓΚΑΝ Αγαπητέ μου Καουδώρ! Αυτό είναι ανύψωμα, όπου ή θα σκοντάψω να κρημνισθώ, ή χρεωστώ να το υπερπηδήσω!