United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ζωηδία πρόσταξε και πήραν το ζεμπίλι του βαστάζου που χάρηκε πολύ όταν ξελάφρωσε από το βάρος και τον πλήρωσαν ικανοποιητικότατα. Αλλά ο βαστάζος δεν έφευγε και η Ζωηδία τον ρώτησε αν ήταν δυσαρεστημένος από την πληρωμή. «Κυρά μου» απάντησε «ήδη μου δώσατε πολλά και φοβάμαι ότι το παρατραβώ που δεν φεύγω αμέσως. Αλλά συγχωρήστε με, τα έχασα που τόσο όμορφες γυναίκες ζουν μόνες τους.

Η νέα εκείνη εσταμάτησεν εις μίαν θύραν κλεισμένην, και κτυπώντας την εβγήκεν ένας Χριστιανός γηραλέος και σεβάσμιος· αυτή του έδωσε μίαν μονέδαν εις το χέρι, χωρίς να του ειπή τι· αυτός που ήξευρε τον σκοπόν της ευθύς της έφερε τρεις καράφες γεμάτες εξαίρετον κρασί. Ο βαστάζος τις έβαλε μέσα εις το ζεμπίλι, και ηκολούθει την νέαν γυναίκα.

Ο βαστάζος, μολονότι το έργον του ήτο ποταπόν, αυτός ήτο φυσικά έξυπνος και αστείος, και ακολουθώντας εκείνην την νέαν κυράν έλεγεν ω τι ευτυχισμένη ημέρα! ω τι καλή συναπάντησις!

Με τούτον λοιπόν τον τρόπον ετελείωσεν ο Σεβάχ Θαλασσινός την διήγησιν του έκτου ταξειδιού του· και οι καλεσμένοι ανεχώρησαν, ομοίως και ο βαστάζος πάλιν με εκατόν φλωριά. Οι αυτοί καλεσμένοι κατά την συνήθειαν, την ερχομένην ημέραν εσυνάχθησαν εις το παλάτι του Σεβάχ, ο οποίος άρχισε την διήγησιν του εβδόμου και τελευταίου ταξειδιού του με τον ακόλουθον τρόπον.

Την αυγήν ο βαστάζος όλος πρόθυμος, χαρούμενος και ενδυμένος εορτιάτικα επήγεν εις τον Σεβάχ Θαλασσινόν, ο οποίος τον εδέχθη με κάθε τιμήν και περιποίησιν. Και όταν εσυνάχθη ο διωρισμένος αριθμός των καλεσμένων, εκάθησαν εις το τραπέζι και εχάρησαν, ξεφαντώνοντες εις ένα παρόμοιον συμπόσιον με το χθεσινόν.

Ούτως ο βαστάζος ευχαριστήσας εξ όλης ψυχής και καρδίας τον μεγαλόδωρον Σεβάχ ανεχώρησεν εις τον οίκον του, όλος χαρά και αγαλλίασις. Τελειώνοντας έως εδώ τοιουτοτρόπως η Χαλιμά την διήγησιν των αξιακούστων και αξιοθαυμάστων ταξειδιών του Σεβάχ Θαλασσινού, ομιλώντας πάντοτε προς τον βασιλέα Αϊδήν, τον ερώτησε τέλος πάντων εάν έμεινεν ευχαριστημένος εις τας τοιαύτας ιστορίας.

Ο βαστάζος έκανε όπως τον διέταξε, αλλά όπως οδηγούσε το σκυλί προς την Ζωηδία αυτό έβγαλε διαπεραστικά ουρλιάσματα και την κοίταζε ικετευτικά. Όμως η Ζωηδία δεν του έδωσε καμία σημασία και μαστίγωσε το σκυλί, μέχρι που έμεινε ξέπνοη. Μετά πήρε την αλυσίδα από τον βαστάζο και σηκώνοντας το σκυλί στα πίσω του πόδια κοιτάχτηκαν στα μάτια με λύπη, ενώ δάκρυα άρχισαν να πέφτουν και από τους δυο.

Αφού λοιπόν εβγήκαν έξω και έκλεισεν η θύρα, ο βαστάζος έδραμεν εις το σπήτι του· ο δε βασιλεύς Καλίφης λέγει των Δερβισάδων· εσείς που είσθε ξένοι και δεν γνωρίζετε την πολιτείαν όντας ακόμη νύκτα, ακολουθήτε μας, και θέλομεν σας δώσει τόπον να ξενυκτήσητε· έπειτα μυστικά λέγει του Βεζύρη του· οδήγησέ τους εις το παλάτι σου και αύριον θέλεις τους παρουσιάσει έμπροσθέν μου διότι θέλω να γράψω την ιστορίαν τους εις τους χρονογράφους της ιστορίας του βασιλείου μου.

Την ερχομένην λοιπόν ημέραν ήλθον όλοι οι καλεσμένοι κατά την διωρισμένην ώραν και εκάθησαν εις την τράπεζαν του ετοιμασμένου συμποσίου, ομού και ο βαστάζος, ο οποίος ελησμόνησε πλέον την περασμένην του δυστυχίαν· αφού λοιπόν εξεφάντωσαν αρκετά κατά την συνήθειαν, άρχισεν ο Σεβάχ Θαλασσινός την ιστορίαν του τρίτου ταξειδίου με τον ακόλουθον τρόπον. &Ταξείδιον τρίτον του Σεβάχ Θαλασσινού.&

Ο βαστάζος εθαύμασε πόθεν τούτο· οι πλούσιοι δεν έχουν τοιούτον ελάττωμα να καλούν εις την τράπεζάν τους τους πτωχούς και ποταπούς, καθώς είμαι εγώ ένας πτωχός βαστάζος, που οι πλούσιοι δεν καταδέχονται καν να με χαιρετήσουν, όταν εγώ τους προσκυνώ έως εις την γην· ας υπάγω όμως να ιδώ τι είνε τούτο το παράδοξον έργον του πλουσίου· και εάν ο υπηρέτης αυτός με εγέλασε, μα το όνομα του Προφήτου θέλω εκδικηθή εναντίον του.