United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά είνε γηραιάς εποχής παρωχημένα ασχολήματα, μόλις που σήμερον μνημονευόμενα υπό των παλαιών· είνε αναμνήσεις ευρωτιώσαι καιρών παρελθόντων, καθ' ας αι κυρίαι ελέγοντο επί το προστυχώτερον οικοκυραί, και ιδρύουσαι οίκον διά του γάμου των ήσαν υπερήφανοι διοικούσαι αυτόν ως σύζυγοι και μητέρες.

Ας υπόκειται δε εις δίκην και όστις επώλησε αντί άλλου, καθώς και όστις δι' εαυτόν επώλησε. Όστις δε θέλει να κάμη κατ' οίκον έρευναν εις την οικίαν οποιουδήποτε, ας ερευνήση, αφού γυμνωθή και μείνη με μόνον τον χιτωνίσκον χωρίς ζώνην και αφού ορκισθή προηγουμένως εις τους νομίμους θεούς ότι πράγματι ελπίζει να εύρη το απολεσθέν.

Και ναι μεν δεν υπήρχε νόμος καθιστών τον θρόνον κληρονομικόν εις οιονδήποτε οίκον αυτοκρατορικόν, ούτε κατ' έθος, ήτοι νόμον άγραφον, ήτο καθιερωμένον το σύστημα της κληρονομικής αρχής· αλλ' όμως οσάκις ο βασιλεύων είχεν υιούς ή άλλους στενούς συγγενείς αξίους της υπερτάτης αρχής, οι τοιούτοι εθεωρούντο ως φυσικοί δικαιούχοι του θρόνου και όχι σπανίως ανήρχοντο εις αυτόν.

Εις τον οίκον αυτόν όπου τα πάντα είναι ενάρετα, από των οικοδεσποτών μέχρι των πουλερικών, η Λίγεια ανεπτύχθη και αυτή τόσον ενάρετος, όσον η Γραικίνα, και τόσον ωραία, ώστε πλησίον της η Ποππέα φαίνεται σαν φθινοπωρινόν σύκον πλησίον ενός μήλου των Εσπερίδων, — Λοιπόν; — Σου το επαναλαμβάνω, αφ' ης στιγμής είδον το φως να παίζη ανάμεσα εις το σώμα της, την ηγάπησα.

Να με θυμηθήτε! . . . Από της ανοιχτής θύρας εισήρχετο η μεσονύκτιος κρύα δρόσος, πληρούσα τον σκοτεινόν και κατηφή του κυρ-Μανωλάκη οίκον χαρμοσύνου βοής, ήτις ηχηρά και κραταιά εν κρότοις πιστολισμών και κροταλισμοίς καψυλίων εκόμιζε πανταχού, εις πόλεις και δάση και κοιλάδας και πελάγη, εις γην και ουρανόν, το πανευφρόσυνον Χριστός Ανέστη , ψαλλόμενον πανηγυρικώς εν τη μικρά του ναού πλατεία.

Ο δεύτερος ήτο ήδη εν μέρει μαθητής, αλλ' επεθύμει να γείνη εντελής ακόλουθος, μόνον ότι είχεν ανάγκην να θάψη τον πατέρα του. «Ακολούθει μοι, απήντησεν Εκείνος, και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Ο Θεοφύλακτος ερμηνεύει ότι το αίτημα του ανθρώπου ήτο να μείνη κατ' οίκον μέχρι του θανάτου του πατρός του, και είτα ν' ακολουθήση τον Χριστόν.

Ο Άουλος επανήλθεν εις τον οίκον του με μικράν ελπίδα. Καθησύχασε την Πομπονίαν και αμφότεροι ανέμενον νέα από τον Βινίκιον. Παρήλθον ώραι. Περί την εσπέραν ήκουσαν να κρούεται η θύρα. Είς δούλος εισήλθε και ενεχείρισεν επιστολήν εις τον Άουλον. Η επιστολή έλεγε τα εξής: «Μάρκος Βινίκιος Αούλω Πλαυτίω, Χαίρειν.

Ω της μωρίας, να δίδη τις τα τέκνα του εις αντάλλαγμα ανοσίας γυναικός ! Ν’ αγοράζη τα μισητότατα διά των φιλτάτων ! Ειπέ μοι, εάν τώρα εκστρατεύσας με αφήσης εις τον οίκον σου και απουσιάσης εις την ξένην γην επί έτη μακρά, ποίον άραγε αίσθημα νομίζεις ότι θα μου πληροί την καρδίαν, όταν θα βλέπω εκεί τα καθίσματα κενά, έρημα τα δώματα των θυγατέρων μου, και θα κάθημαι μόνη κλαίουσα και θρηνολογούσα την κόρην μου αυτήν αδιαλείπτως ; «Κόρη μου, θα λέγω σ’ εθανάτωσε ο πατήρ σου, αυτός όστις σ' εγέννησεν, αυτός ο ίδιος, όχι διά ξένης αλλά διά της ιδίας του χειρός.

Κατ' οίκον υποφέρει μαρτύρια, διότι αδυνατεί να λησμονήση· υπήρχαν δε στιγμαί καθ' ας επόθει να εξαφανίση, να πετάξη μακράν παν αντικείμενον, κάθε πράγμα ενθυμίζον εις αυτόν την γυναίκα εκείνην, την οποίαν είχε συνειθίση να θεωρή απαραίτητον εις την ευδαιμονίαν του, εις αυτήν του την ύπαρξιν. Εκάστοτε όμως αναχαιτίζετο και τα μισητά και προσφιλή συγχρόνως αντικείμενα έμεναν εις την θέσιν των.

Και όταν ήκουε τας ζητωκραυγάς μετά τας εκλογάς, και όταν έβλεπε τους παρέδρους και τους συμβούλους, εστεφανωμένους ελαίας και σύροντας τον χορόν εις την πλατείαν, εκλείετο εις τον οίκον της η κυρά Μανωλάκαινα, κλαίουσα από την αγανάκτησίν της. Λέγουν μάλιστα ότι νύκτα τινά τον έκλεισεν έξω τον κυρ-Μανωλάκην, όστις επανελθών από τον ελαιώνα παράωρα, εφώναζε κρούων την θύραν: — Κυρά Μανωλάκαινα!