United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν εζήτουν από τον Χαλκοπώγωνα να τον προσκαλέσω αύριον εις τον συμπόσιόν του, θα σε έβλεπεν εις το τρίκλινον παραπλεύρως της Λιγείας. — Όχι, όχι τούτο, είπεν ο Βινίκιος. Μου προξενούν λύπην και μάλιστα η Πομπωνία. Επί τούτου έγραψε την επιστολήν ήτις έμελλε να αφαιρέση από τον Άουλον πάσαν ελπίδα.

Γνωρίζω τον Άουλον Πλαύτιον, όστις, αν και μέμφεται τον τρόπον της ζωής μου, έχει συμπάθειαν προς εμέ. Γνωρίζει ότι δεν υπήρξα ποτέ καταδότης, όπως παραδείγματος χάριν ο Δομίτιος Άτερ, ο Τιγελλίνος, όλη η συμμορία των φίλων του Αενοβάρβου. Εάν νομίζης ότι είμαι κατάλληλος να επιτύχω τι από τον Άουλον, σου προσφέρω τας εκδουλεύσεις μου.

Δύο χονδρά δάκρυα κατήλθον βραδέως εις τας παρειάς της. — Ο Θεός να ευλογήση την Πομπωνίαν και τον Άουλον! είπε. Δεν έχω ποσώς το δικαίωμα να προξενήσω τον όλεθρόν των και δεν θα τους επανίδω πλέον ποτέ. Είτα στραφείσα προς τον Ούρσον, είπεν, ότι αυτός μόνον της απέμενεν εις τον κόσμον και ότι του λοιπού αυτός έπρεπε να είναι προστάτης και πατήρ της.

Και αυτή είχε μάθη την εξαφάνισιν της Λιγείας, και σκεφθείσα ότι ήτο ευκολώτερον εις αυτήν παρά εις τον Άουλον να μεταβή πλησίον της Ακτής, ήρχετο να ζητήση πληροφορίας. Ιδούσα τον Βινίκιον, έστρεψε προς αυτόν το ασθενές και ωχρόν πρόσωπόν της. — Μάρκε, ο Θεός να σου συγχωρήση το άδικον, το οποίον μας έκαμες, εις ημάς και εις την Λίγειαν.

Ήτο ανάγκη να προφυλαχθώμεν από τον πίθηκον αυτόν. Εξηκολούθησα να λέγω νωχελώς εις τον Χαλκοπώγωνα: «Λάβε την Λίγειαν και χάρισέ την εις τον Βινίκιον, έχεις το δικαίωμα, διότι είναι όμηρος και συνάμα θα παίξης καλόν παιγνίδι εις τον Άουλον». Ο Καίσαρ συνήνεσε και θα γίνης συ ο επίσημος φύλαξ της ομήρου, διότι θα παραδώσουν εις τας χείρας σου τον λιγειακόν τούτον θησαυρόν.

Τότε πώς θα τολμήσης να επισύρης την εκδίκησιν του Καίσαρος επί των Αούλων; Σιγή επηκολούθησε. Και πάλιν άβυσσος ηνοίγετο προ των ποδών της Λιγείας. — Σου κάμνω αυτήν την ερώτησιν, επανέλαβεν η Ακτή, διότι λυπούμαι σε και την καλήν Πομπωνίαν και τον Άουλον και το τέκνον των. Μένω από πολλού χρόνου εις την οικίαν αυτήν και ηξεύρω τι σημαίνει η οργή του Καίσαρος.

Ο Βινίκιος εγείρων ζωηρώς την κεφαλήν ηρώτησε: — Πώς ενεθυμήθης τον Άουλον Πλαύτιον; Εξεύρεις, ότι διά να κτυπήσω την χείρα εις τας πύλας της πόλεως, έμεινα εις την οικίαν του δέκα πέντε ημέρας; Εκεί, ένας εκ των δούλων του, ιατρός, ο Μερίων, με εθεράπευσε. Περί τούτου ακριβώς ήθελα να σου ομιλήσω. — Αληθώς; Μη τυχόν ερωτεύθης την Πομπωνίαν;, . . . Σε οικτείρω. Ούτε νέα είνε ούτε ενάρετος! . . .

Έπειτα στραφείς προς την Πομπονίαν Γραικίναν, είπε: — Εννοώ τώρα, Δέσποινα, διατί ενώπιον των δύο τούτων πλασμάτων προτιμάς από τας εορτάς του ιπποδρομίου και του Παλατίνου την οικίαν σας. — Ναι, απήντησεν εκείνη, έχουσα τους οφθαλμούς εστραμμένους προς τον μικρόν Άουλον και την Λίγειαν.

Εγώ γνωρίζω αρκετά τον Άουλον και την Πομπωνίαν, και την Λίγειαν αυτήν, ώστε να ημπορώ να είπω: Είναι συκοφαντία και μωρία! Βινίκιε, ηρώτησεν έπειτα ο Πετρώνιος, μήπως απατάσαι; Η Λίγεια πράγματι εχάραξεν ιχθύν; — Μα όλους τους καταχθόνιους θεούς είναι να τρελλαθώ, ανέκραξεν ο νεανίας με μανίαν· εάν μου εχάρασσε πτηνόν, θα έλεγα ότι ήτο πτηνόν. — Λοιπόν είναι χριστιανή, επανέλαβεν ο Χίλων.

Συ θα έχης την Λίγειαν και εγώ θα έχω τον Άουλον εις την ράχιν μου. Αυτός θα με αφιερώση εις όλους τους καταχθονίους θεούς. — Ο Άουλος ήλθε να με ίδη. Του υπεσχέθην να του δώσω ειδήσεις περί της Λιγείας. — Γράψε του ότι η θέλησις του θείου Καίσαρος είναι ο υπέρτατος νόμος, και ότι ο πρώτος υιός σου θα ονομασθή Άουλος. Πρέπει εξ άπαντος να λάβη μικράν παραμυθίαν ο γέρων.