United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενίκησεν η συνείδησις! Ο Γερμανός ιατρός θαυματουργεί. Πανταχού ακούω εξυμνούμενα τα κατορθώματά του. Εθεράπευσε του ενός το χρόνιον και επίμονον νόσημα, έσωσε τον άλλον, καίτοι καταδικασθέντα παρά των λοιπών ιατρών. Οι πάσχοντες προσέρχονται σωρηδόν εις την οικίαν του, οι συνάδελφοί του επιζητούν την αρωγήν του.

Πάραυτα ο Ιησούς ανεχαίτισε το άκαιρον τούτο κίνημα. «Επίστρεψον την μάχαιράν σου εις την θήκην, είπε τω Πέτρω, ότι πάντες οι λαμβάνοντες μάχαιραν εν μαχαίρα απολούνται». Εάν δεν είχε πρόθεσιν εκουσίως να πληρώση τας Γραφάς, πίνων το ποτήριον όπερ ο Πατήρ Του είχε δώσει αυτώ, δεν θα είχε διά της προσευχής Του την βοήθειαν όχι δώδεκα δειλών Αποστόλων, αλλά δώδεκα λεγεώνων Αγγέλων; Και διά τελευταίας πράξεως θαυματουργού ελέους θίξας εθεράπευσε το τραύμα.

Και τέλος πάντων ήλθεν ο Βαβυλώνιος, ο οποίος εθεράπευσε τον Μίδαν με μίαν επωδήν έβγαλε το δηλητήριον από το σώμα του, προσέτι δε εκρέμασεν εις το πόδι του ένα κομμάτι πέτρα, το οποίον είχε κόψει από την επιτύμβιον στήλην του τάφου μιας παρθένου• ο δε Μίδας εσήκωσε την καθέκλαν επί της οποίας τον είχα φέρει και έφυγε διά το αμπέλι.

Ά ναι, είπα εγώ, ενθυμούμαι ότι είδα δεξιά του Κρόνου ένα ο οποίος κρατεί ταινίας και στεφάνους ξηρούς και έχει στολισμένον το στήθος με πέταλα χρυσά. Εγώ, είπεν ο Ευκράτης, τα εχρύσωσα, όταν διά τρίτην φοράν με εθεράπευσε από πυρετούς.

Η ελληνική γλώσσα ήτο, πράγματι κοινόν μέσον συνεννοήσεως, και άνευ αυτής ο Ιησούς δεν θα ηδύνατο να συνδιαλέγεται με τους ξένους, όπως λόγου χάριν με τον εκατόνταρχον ούτινος εθεράπευσε τον παίδα, ή με τον Πιλάτον, ή με τους Έλληνας, οίτινες επεθύμησαν να τον ίδουν κατά τας τελευταίας ημέρας του βίου του.

Ο βασιλεύς ακούοντας τοιούτον μήνυμα φοβερού κινδύνου έμεινεν εκστατικός και εις απορίαν, μη ηξεύροντας τι να αποφασίση, και λέγει του βεζύρη· πώς είναι δυνατόν να μου επιβουλευθή την ζωήν εκείνος που με εθεράπευσε και μου εχάρισε την ζωήν; Εάν είχεν τέτοιαν γνώμην, αυτός δεν θα με ιάτρευε· όχι, όχι, μη γένοιτο, δεν πείθομαι εις τους λόγους σου· όλα είναι συκοφαντίαι και φθόνος εναντίον ενός αναιτίου και αθώου ανθρώπου· όθεν εγώ δεν ημπορώ να αποφασίσω εις θάνατον ένα δίκαιον και μάλιστα ευεργέτην μου.

Αφού λοιπόν περιποιηθείς την εθεράπευσε, τότε η Άτοσσα διδαχθείσα από τον Δημοκήδη είπεν εσπέραν τινά εις τον Δαρείον ευρισκομένη εις την κλίνην μετ' αυτού· «Ω βασιλεύ, ενώ έχεις τόσην δύναμιν αναπαύεσαι και δεν προσπαθείς να προσθέσης άλλο Έθνος εις την κυριαρχίαν των Περσών.

Ο Βινίκιος εγείρων ζωηρώς την κεφαλήν ηρώτησε: — Πώς ενεθυμήθης τον Άουλον Πλαύτιον; Εξεύρεις, ότι διά να κτυπήσω την χείρα εις τας πύλας της πόλεως, έμεινα εις την οικίαν του δέκα πέντε ημέρας; Εκεί, ένας εκ των δούλων του, ιατρός, ο Μερίων, με εθεράπευσε. Περί τούτου ακριβώς ήθελα να σου ομιλήσω. — Αληθώς; Μη τυχόν ερωτεύθης την Πομπωνίαν;, . . . Σε οικτείρω. Ούτε νέα είνε ούτε ενάρετος! . . .

Αλλά διά να τους δείξη ότι δεν ήτο απλώς Ναζαρηνός, αλλ' ανήκεν εις όλον τον κόσμον, τους υπέμνησεν ότι ο Ηλίας είχε βοηθήσει μόνον την χήραν την εις Σάρεφθα της Σιδωνέας, και ο Ελισαίος εθεράπευσε μόνον τον λεπρόν τον Σύρον.

Όταν μετ' ολίγον εξύπνησα, ως συνέχειαν του ονείρου έσχον εν νω την ανάμνησιν της ιστορίας του τυφλού, τον οποίον ο Χριστός εθεράπευσε, καθώς είχον ακούσει τον διδάσκαλόν μας εις την Ιεράν Ιστορίαν· «Κατ' αρχάς μεν είδε τους ανθρώπους ως δένδρα· δεύτερον δε τους είδε καθαρά . . . » Πλην δεν εξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τι έλεγε το φάσμα· η κόρη — η δρυς, είχε λάβει φωνήν και μοι έλεγεν·