United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με απόφασι κοινή, Και πολλήν υπομονή Το αμπέλι κατασκάφτουν· Άσπρα ωστόσο δεν ξεθάφτουν. Κι' η δουλιά τους η πολλή 635 Το υποστατικό ωφελεί, Που καινούργια αγγιά αγοοάζουν· Τα κρασιά τους εισοδιάζουν. Αφοντότες αρχινούν, Μ' άλλα μέτρα κι' άλλο νουν, 640 Τη δουλιά να προτιμήσουν, Κι' ευτυχή ζωή να ζήσουν. Όπιος οκνεύει Και δε δουλεύει, Αυτός γυρεΰει Να δυστυχάη.

Ένα σπίτι, ολίγο πράμμα, Και μ' αυτά το αμπέλι αντάμα. Το αμπέλι είν' αρκετό, Επειδής κι' εμείς μ' αυτό Επορέψαμαν ως τώρα, Οι καλήτεροι στη χώρα.

Ήξευρε καλώς ότι της ευρίσκετο ρακί. Είχε διά πούλημα στο σπίτι, επειδή έκαμνε πολύ ρακί απ' τ' αμπέλι της. Έζη μοναχή, με την παραλυτικήν μητέρα της, ήτις δεν της εχρησίμευεν ειμή διά συντροφίαν, και διά να έχη άνθρωπον, τον οποίον να υπηρετή, διότι άλλως η ζωή της θα ήτο κακή και έρημος.

Απόψε θα δέσουν η ράγες, και θα γλυκάνουν, και θα μαυρίσουν, και ταχιά τοταχύ θα πάρουμε τους τρυγολόγους να τρέξουμε στ' αμπέλι, να τρυγήσουμε, να τα κάμωμε κότσι-κότσι, τα σταφύλια, τα ξεκούδουνα, να τα πατήσουμε, να τα λυώσουμε, και θα κάμουμε μουστόπητες και πετμέζια και χίλιων λογιών καλά . . . και τότε, θα σου κάμω εγώ μια γρηά, ζαρωμένη, ίσα με το τηγάνι μεγάλη!

Ο γαμβρός ισχυρίζετο ότι πέντε χιλιάδας είχον συμφωνήσει, και χωριστά το σπίτι, το αμπέλι, τον μικρόν ελαιώνα και τα ρούχα. Ο Στάθης διετείνετο ότι τεσσαρεσήμυσι χιλιάδες το όλον, μαζί με τα ρούχα, τα έπιπλα, τα σκεύη και τα λοιπά.

Έκαμαν τη δουλειά τους μισή. Αυτές οι μισές οι δουλειές είταν που μας αφάνησαν τότες. Είμουνα δέκα μηνώ νοικοκύρης, κ' η Χριστίνα μου είχε στην αγκαλιά της το πρώτο της, αχ, και το στερνό της! Μήτε χωράφι είχαμε μήτ' αμπέλι. Σερμαγιά μας είταν η βαρκούλα μου και τα δίχτυα μου. Πριν ακόμα να λευτερωθή η Χριστίνα πέρασαν κι από το χωριό μας και μάζευαν οι δικοί μας ό,τι μπορούσαν.

Μόντης λύπης την ορμή, Είχαν κι' άλλην αφορμή Να περνάν συλλογισμένοι Και διπλά παραθλιμμένοι· Σε πια κλήματα μπορούν Τ' άσπρα τάχατε να βρουν; Θησαυρού έχουν πλούσια ελπίδα, Κι' είναι σ' άπαυτη φροντίδα, Τούτο το συμβεβηκό Σε καιρόν καθολικό Ακλουθάει, που συνηθίζουν, Και τ' αμπέλια όλοι σκαλίζουν. Με απόφασι κοινή Και πολλήν υπομονή Το αμπέλι κατασκάφτουν· Άσπρα ωστόσο δεν ξεθάφτουν.

Ύστερα εις κάθε μια φυτειά, κάθε όχτο, κάθε αμπέλι Τρανές ανάβονται φωτιές μέσ' στ' απλωτό σκοτάδι. Ολόυρα ολόυρ' απ' τες φωτιές σταίνουν χορό η κοπέλλες· Στρώνονται χάμου οι γέροντες κι οι νιοί, κι' απ' όλους ένας Τους συνοδεύει το χορό μ' ένα απαλό τραγούδι Και μ' ένα λάλημα γλυκό γλυκό του ταμπουρά του.

Έχει και αυτός το χωράφι του, το αμπέλι του, τη γυναίκα του, το σπίτι του και την αγελάδα του. Η παπαδιά είναι σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού. Και λειτουργάει ο παπάς κάθε κυριακή και σκόλη. Τον βλέπεις σε κάθε λείψανο, στεφάνωση και βάφτιση.

Η ιδιοτελής γραία απήντησεν ότι «τα όσα έδωσεν, είναι καλώς δοσμένα, και είναι αρκετά». Τότε η ανδραδέλφη έβαλε στα λόγια τον αδελφόν της· ούτος παρεπονέθη εις την νεόνυμφον, εκείνη δε του απήντησεν «Αν αγροικούσε το συφέρο του, δεν θα εδέχετο να του γράψουν σπίτι στο Κάστρο, όπου μόνον τα Στοιχειά κατοικούν· και τι τον ωφελούν τα σινδόνια και τα 'ποκάμισα, αφού δεν ήτον ικανός να πάρη σπίτι κι' αμπέλι κ' εληώνα;».