Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
— Και πότε θα κόψουμε, θεια, τα σταφύλια; εφώναξε το αγόρι. Δεν πάμε τώρα στ' αμπέλι να τα κόψουμε; — Όχι τώρα, γυιε μου, ταχιά. — Ταχιά το — ταχύ; είπεν ο Γεώργης. — Ναι, γυιόκα μου.
Ένας μακρινός συγγενής μου το κρατούσε το χτήμα. Κανένας δεν το πίστευε, σαν ξανάρθα, πως είμουν ο μικρός εκείνος ο Δήμος εγώ. Έτυχε καλός ο Καντής, και τον πίστεψε το χριστιανό που μαρτύρησε πως με γνωρίζει από το κουτσό μου το πόδι, που τόσπασπα στο μεγάλο το σεισμό. Κ' έτσι το πήρα το χτήμα. Το ξαναφύτεψα τ' αμπέλι. Το διόρθωσα το καλύβι. Όλα τα ίδια φαίνουνται σαν και τότες.
Αι αστραπαί είχον συχνά λάμψιν ηλίου και έβλεπε κανείς το κάθε αμπέλι, όπως τo βλέπει και το μεσημέρι, αλλά αμέσως εκαλύπτετο πάλιν το παν μέσα εις το σκοτάδι. Αι αστραπαί σχημάτιζαν φιόγκους, γραμμάς ελικοειδείς και τεθλασμένας, εμπηγνύοντο γύρω γύρω μέσα εις την λίμνην, έλαμπον από παντού και η Ηχώ ηύξανε των βροντών τον κρότον . . . Εις την ξηράν έσυραν τα ακάτια εις την ακτήν.
Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει· και μηδέ τόσο νοιάζεται γι' αμπέλι και ταγάρι όση χαρά έχει μέσα του γι' αυτό το πλέξιμό του. Στρώνονται φύλλ' απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι· μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιππάζει.
Αλλ' η θεια-Αννούσα ως να επεριπατούσεν εν τω χωρίω της, ως να εκάθητο εν τω οικίσκω της, ή και εις τον φούρνον ακόμη, περιμένουσα να φουρνίση, έλεγε τι έπαθε μια φορά που πήγε ν' αργολογήση 'ς το αμπέλι τον Μάιον και ηύρε μια φωλιά με οχιαίς, κ' αυτή ενόμισε πως ήσαν μισιργούδια, κ' επήγε να τα πιάση, και μόνον πώς δεν την δάγκασαν· και όταν πάλιν το κύμα της άρπαξε δυο σινδόνια, που πήγε μία φορά να λευκάνη 'ς το Ξάνεμο, και μόνον που δεν επνίγηκεν έως να τα πιάση· πώς υπήγεν, ένα κοντόγιορτο, 'ς το Κάστρο, να λειτουργήση, 'ς τον Άη Γιάννη, και ξέχασεν από την βίαν της την λειτουργία, κ' ελειτούργησε, λέει, ο παππάς με ψωμί . . .
Έχε λοιπόν υπομονή, και κατέβαινε τώρα στ' αμπέλι που πρασινίζει, ίσως δώση ο Θεός και μαζέψης καρπό κατόπι.
Και τους λέει· Παιδιά μου, εγώ Όσο βλέπω, δεν αργώ 580 Τούτη τη ζωή να χάσω, Και στην άλλη να περάσω· Όθεν, πριν σας χωριστώ, Σαν πατέρας σας, χρωστώ Να σας πω τη θέλησί μου, 585 Κι' όλη την κατάστασί μου· Το γνωρίζετε καλά, Πως δεν έχομε πολλά· Ένα σπίτι, ολίγο πράμμα, Και μ' αυτά το αμπέλι αντάμα. 590 Το αμπέλι είν' αρκετό, Επειδής κι' εμείς μ' αυτό Επορέψαμαν ως τώρα, Οι καλήτεροι στη χώρα.
Τόσα ήτανε τα ήμερα· μα ήτανε και κυπαρίσσια και δάφνες και πλατάνια και κουκουναριές· και σ' όλα αυτά αποπάνω αντί γι' αμπέλι απλωνότανε κισσός, που τα τσαμπιά του, όντας μεγάλα και μαυριδερά, εφαίνονταν σαν σταφύλια· από μέσα ήτανε τα καρπερά δέντρα σαν να φυλάγονταν απ' έξω στέκανε γύρω-γύρω τ' άγρια σαν φραγή χεροφτιαστή· κι αυτά όμως τα περιτριγύριζε φράχτης από ψιλά αγκάθια.
— Να τον φώτιζε ο Θεός, έλεγε καθ' εαυτήν, να μας έδιδε καμμιά καλή δουλειά . . . αποκοπή, να βγάλωμε τίποτε. Κανένα χωράφι, να ειπούμε, να το βάλη αμπέλι ο Δημήτρης, . . . καλογερικό, να πάρωμε και 'μείς λιγάκι επάνω μας. Γιατί μ' όλα αυτά τα παιδιά, ζωή νάχουνε! πού να βγη κανείς με το μεροδούλι; . . . ψωμί μοναχά δεν μπορεί να τα προφτάξη ο καϋμένος ο Δημήτρης.
Γνωρίζω μόνον ότι ο μπάρμπα-Γιωργός ο Δεσπότης, ο πρώτος του χωριού μας κλαδευτής, που μας κλάδευε τα αμπέλι πάντοτε, και το 'βλογούσε, κ' έκαμνε πολλά και καλά σταφύλια, μ' εγέλασε, με το σήμερα και με το αύριο, και μας άφησε τα αμπέλι ακλάδευτο, και έγεινε κλάρα το αμπελάκι σου, Θωμαή μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν