United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τις προάλλες που πήγα ναν του μιλήσω, μου γύρισε τις πλάτες. — Να πας στο Μορφόπουλο, μου λέει· αίμα δικό του είναι· δεν είναι δικό μου ...» — Και καλά λέει. Τ' έχει να κάμη ο Χαγάνος στο κορίτσι μας; — Το ξέρω που δεν έχει να κάμη. Μα βλέπεις κ' οι Μορφόπουλοι την αρνιούνται. Όχι την αρνιούνται, μα τη μισάνε κι όλα. Από τότε που πήρανε το χτήμα δε θέλουν να την ξέρουν.

Άνοιξε βιαστικά την πόρτα του γραφείου του και βγήκε στην ταράτσα. Κάτω στο χτήμα του αξίνες έλαμπαν σαν ασημένια φύλλα και χώνευαν στο χώμα πεισματικά σα να το πρόσταζαν: δώσε! Σκαφτιάδες έσκαφταν τους σωρούς, έχωναν τους λάκκους, ίσαζαν τα χαντάκια της ανασκαφής, με τραγούδια και γέλοια. Ένας μηχανικός μετρούσε τη γη κ' οι βοηθοί του φύτευαν νέα δεντρικά στη γραμμή και σε ωρισμένη απόσταση.

Η Αννούλα δεν είχε πια την ανάγκη μου. Η προίκα της είταν έτοιμη· και χάρη στο γέρο, δεν έλειπε μήτ' ο γαμπρός. Ο γυιός του Καπλάνη μελετούσε να γυρίση από την ξενιτειά σε κανένα χρόνο. Τα βόλεψε όλα ο γέρος με την Καπλάναινα. Ο σκοπός του είτανε να στεριώση τη νύφη στο χτήμα μαζί με το γαμπρό, και να κλείση τα μάτια του αναπαμένος.

Θα νόμιζες πώς δε βλέπεις πολιτεία παρά νησί. Μακριά από την πολιτεία αυτή, τη Μιτυλήνη, ίσαμε διακόσια στάδια ήταν υποστατικό ανθρώπου πλούσιου, χτήμα ωραιότατο· βουνά που έθρεφαν αγρίμια, κάμποι όλο χωράφια, λόφοι γεμάτοι αμπέλια, βοσκοτόπια κοπαδιών· κ' η θάλασσα σιγοχτυπούσε στην ακρογιαλιά, που απλωνότανε σε μαλακή αμμουδιά.

Ο Παγγλώσσης, ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος, επιστρέφοντας στο μικρό τους χτήμα, απαντήσανε έναν αγαθό γέροντα, που δροσιζότανε στην πόρτα του κάτου από πυκνές πορτοκαλιές. Ο Παγγλώσσης, που ήτανε τόσο περίεργος, όσο και λογικευτής, τον ρώτησε, πώς λεγότανε ο μουφτής που στραγγαλίσανε. — Δεν ξέρω τίποτα, απάντησε ο αγαθός άνθρωπος και δεν έμαθα ποτές τόνομα κανενός μουφτή και κανενός βεζύρη.

Μας έφερε αυτή η άρνητα φοβερά δεινά, που καιρός τους δεν είναι να ειπωθούνε δω πέρα. Αυτή μας τη χωριατωσύνη, αυτή την πρόστυχη, την αφύσικη ντροπή μας για το μεγαλήτερό μας Εθνικό χτήμα σηκώθηκες ολομόναχος και τη βάρεσες κατακέφαλα. Γιγαντένια δουλειά, κι ως τόσο πρώτος την πήρες στα χέρια σου με τέχνη και μ' επιστήμη.

Κ' έτσι μας έρριχτε το σπόρο της θείας δυναμωσύνης που ρίζωσε μέσα στα φυλλοκάρδια μας, που μας την έκαμε χτήμα εθνικό την Ορθοδοξία, σα να το πρόβλεπε ο μεγάλος του νους πως έμελλε μια μέρα αυτή η πίστη να πιάση τον τόπο της αποθαμμένης φιλοπατρίας και να μας γλυτώσει από μεγάλους κιντύνους. ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα πρώτα χρόνια τον Ιουλιανού

Τίποτις και καλά να μη μείνη δικό μας, εθνικό μας χτήμα, ως μήτ' αυτό το &Κοτζαπασιλήκι&, που το κάτω κάτω μας γλύτωσε από αξέχαστα βάσανα! Όλα μας από την αρχαιότητα κι από την Ευρώπη φερμένα! Και τώρα ρωμαίικο άλλο δε μένει παρά το &Εγώ&, λεύτερο, απαιδαγώγητο, αχαλίνωτο.

Τι είχε να κάμη τάχα; Να διαβάση; Δεν είχαν νόστα τα βιβλία του. Να εργασθή; Όχι! πολύν καιρό θα κάμη να πατήση στο χτήμα. Εκείνο το χτεσινοβράδυνο θέαμα πλάκωσε με πάγο τον ενθουσιασμό του. Έμεινε λοιπόν ανασκελωμένος στο κρεββάτι, με τα μάτια ορθάνοιχτα κι ακίνητα σαν υπνωτισμένος. Το αυγινό φως χυνότανε ψόφιο από τα παράθυρα και τούδειχνε τα σωθέματα λερά, σαν κουρελόπανα.

Όταν πρωτόειδε ο Χαγάνος πως του πατάει το χτήμα ρίχτηκε να τον πετσοκόψη. Μα εκείνος με τις μαγλειφιές του τον καταπράυνε. Και τώρα; όχι μοναχά τον συμπάθησε μα του παραχώρησε κι άλλο να καλλιεργήση. Κολλήγα του τον έκαμε. Μερδικό θέλει, κι ας γίνη ό,τι γίνη. Για ιδές. Ο Αριστόδημος στύλωσε τα μάτια του κατά το χτήμα του Χαγάνου.