United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μήπως τόθελες κ'εσύ που το πήρες; Ξέρει κανείς τι βγαίνει απ’ αυτά τα πράματα ! Την είδα που λες τώρα δα που περνούσαν απ' το σπίτι με μια γριά. Μια στρογγυλοπρόσωπη δεν είναι; παχουλή; μ' όμορφα μαλλιά; με μια τραγιάσκα; Θεια της λέει είν' εκείνη η γριά μου τόχαν πη οι Βαλλώσαινες στην πίσω αυλή.

Όποιος το μισοδιαβάση και πη πως δε βρίσκει μερικές αλήθειες μέσα σ' αυτό το παραμυθολόγι, και πως μερικά παραμύθια δεν είναι κι από αληθινές ιστορίες αληθινώτερα, ας έχη το ανάθεμα, αμήν». Πρι διαβάσης τις φυλλάδες μου, Χριστιανέ που με πήρες στα χέρια σου, ίσως θέλεις να ξέρης ποιος είταν ο Γεροδήμος. Ας σου δηγηθώ λοιπό με λίγα λόγια τα πρώτα μου χρόνια, πριν καταπιαστώ τις άλλες φυλλάδες.

Κι' απάνου απ' το κεφάλι του πάει στέκει και του κάνει «Γέρο, το βλέπω, οι συφορές δε σε τρομάζουν, που έτσι κοιμάσαι ακόμα από πολλούς οχτρούς τριγυρισμένος, τι ο Αχιλέας σ' άφισε. Και τώρα ναι τον πήρες 685 το γιο σου αδρά πλερώνοντας, μα εσένα ο Αγαμέμνος κι' οι Δαναοί αν σε νιώσουνε, σαν τρίδιπλα οι δικοί σου οι γιοι ίσως δώσουν, ζωντανό για να σε πάρουν πίσω

Αυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Έφυγες και πήρες μαζί σου τις έγνοιες μου και τις λαχτάρες μου. Το Στρατή μαζί σου τον πήρες. Κι' απόμεινα ένα ξερό κουφάρι, μονάχος κι' απομόναχος. Ένα κουφάρι για πέταμα. Που ούτε να το πετάξης δεν αξίζει. Στοιχειό του στοιχειού. Αυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Ας μου τα κλείση τώρα ο Θεός... Έκλεισε τα μάτια του και δεν τάνοιξε πια.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλέ, Χριστέ και Παναγία, τι είναι τόσον άναμμα; Διά τα κόκκαλά μου τα πονεμένα, είν' αυτό κατάπλασμα; Ωραία! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι βάσανον! — Παρακαλώ, τι λέγει ο Ρωμαίος; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Πήρες την άδειαν να 'πας εις τον πνευματικόν σου; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ναι, την επήρα. ΠΑΡΑΜΑΝΑτο κελλί του πάτερ Λαυρεντίου αμέσως πήγαινε. — Εκεί προσμένει ένας άνδρας να γείνης η γυναίκα του.

Εγώ σ' εγέννησα, κ' εγώ είχα καθήκον πάλι να σ' αναθρέψω, κύριον στο σπίτι να σε κάμω, αλλ' όχι και προς χάριν σου να χάσω τη ζωή μου. Αυτό καμμιά συνήθεια του τόπου δεν το λέει κι' ούτε απ' τον πατέρα μου το έμαθα ως νόμον. Αν εγεννήθης ευτυχής ή δυστυχής, δικό σου είναι γραφτό, από εμάς ό,τι ήτανε να πάρης το πήρες.

Μπροστά σου μ' έβγαλε μια μπόρα· στα βάλτα ο νους πού να το βάλη πως θ' άνθιζαν τα κρίνα τώρα; Με πήρες απ το χέρι αγάλι και μου είπες: έλα κάτι μένει· μια βρύση κάπου ήταν κρυμμένη και δρόσισες το μέτωπό μου. Ήτανε τάχα στο ακρογιάλι ή στην πλαγιά τη χιονισμένη; Δε μένει πια στο λογισμό μου παρά η θωριά σου φως λουσμένη.

Σε εννόησα, φίλε Θεαίτητε, ότι μου πήρες τον αέρα και δεν με τρέμεις. Θεαίτητος. Από πού κυρίως; Σωκράτης.

Όταν πήγε να κοιμηθή και μπήκα να την καλονυχτίσω, με κοίταξε με το ίδιο φωτεινό και βαθύ βλέμμα, όπως και προτήτερα: — Πρέπει ακόμα να λησμονήσης που σου είπα πως μου πήρες την πίστη μου, είπε. Γιατί δε μου την πήρες. Εγώ μόνο το φαντάστηκα. Ω, φαντάστηκα πολλά. Ζούσα μέσα σε μια φαντασία. Το πρόσωπό της πήρε θλιβερή έκφραση κ' έφερε το χέρι στο μέτωπο για να τη διώξη.

Νιόθω κάψι στο κορμί μου· Πήρες κρύο, στη ζωή μου, Και το πήρες την αυγή· Κάμε αρχή φλεβοτομή σου, Και κατόπι καθαρή σου· Σου περνάει, δεν αργεί. Αμ τα τεχνικά του χέρια, Για βεντούζαις, για μαχαίρια, Πού είμ' άξιος να ειπώ! Τα αφίνω. τι απεικάζω, Σε κεφάλι δεν τα βγάζω. Όμως δυο δεν τα σιωπώ.