United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ουρανός μολυβένιος, ο αέρας νοτερός, κρύος· χινοπωριάτικο μεσημέρι. Η κλεισούρα όλη στρωμένη μ' άσπρα στρογγυλά χαλίκια, με λίγο νερό πότρεχε στις άκρες, καταφυτεμμένη από πλατάνια. Τι μεγάλα, τι πολυχρονίτικα, τι παμπάλαια πλατάνια! Ο αέρας σφύριζε μέσα στα κλαδιά, συνέπαιρνε τα ξερά χρυσόχρωμα φύλλα τους μ' ένα ξερό τρίξιμο και τάστρονε, τάστρονε σε πυκνό στρώμα στη μεγάλη ρεμματιά.

Αν θέλγεσαι μαζί μου εγκώμια να πλέκης εις της ζωής την τύρβην, από τους νέους βάρδα, ελπίζω δε πως τότε κοντά μου δεν θα στέκης με μάτια δακρυσμένα σαν νάφαγες μουστάρδα. Τι τραγικούς κοθόρνους καθένας των φορεί... μακράν των νέων τούτων όσο 'μπορέσης μείνε, και ό,τι το ξερό σου κεφάλι δεν χωρεί ποτέ μη βεβαιώνης πως αγαθόν δεν είναι.

Η σκληράδα τούτη μου φαίνεται αδικαιολόγητη, μάλιστα ύστερ' από το μεταγνωμό του ανθρώπου και δείχνει κάτι τι αντικαλλιτεχνικά ξερό στο χαραχτήρα του θηλυκού ζωγράφου μας. Έπειτα η μεγαλόσκημη τεχνίτρα τούτη μας παραστάνεται να φροντίζη πιο πολύ για τα κέρδη της τέχνης της παρά για την τέχνη την ίδια. Το δράμα σα να μην ικανοποιεί όλα όσα προσμέναμε από τον τίτλο του.

Ήτο ο Αναποδιασμένος μουρμουρίζων ακόμη, ως να μη έπαθε τίποτε και ως να μη είχε ποτέ βρίκιον. — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας! Ήτο παραμονή του Αγίου Νικολάου.

Η φωνή του είχε στεγνώσει στο λαιμό και τα χείλια του μόνο αναδέβανε αλαφρά με το ανάδεμα των χειλιών της κοιμισμένης. Λες πως τον είχε πάρει κι' αυτόν ένας γλυκός ύπνος και πως βλέπανε κ' οι δυο το ίδιο τόνειρο. Ο γεροπλάτανος ο ζηλιάρης έρριξ' ένα φύλλο ξερό απάνω στο κούτελο της κοιμισμένης και την ξύπνησε.

Αφ' ότου ετρελάθηκε τον έκαμαν άγιον. Και του φιλούν το χέρι, και του φέρνουν φαγητά, και του φέρνουν ρούχα, και θέλουν να τον πάρουν εις του καϋμακάμη το σπίτι. Μα εκείνος δεν τρώγει παρά ξερό ψωμί, δεν φορεί παρά αυτά που βλέπεις, και κοιμάται κατά γης μέσ' στην αχυρώνα. Και δεν θέλει να φύγη από κοντά μου ό,τι κι' αν του κάμουν.

Κοντζάμ άνδρας ως εκεί επάνω, να μένω χωρίς δουλειά! Φταίει και ο μακαρίτης ο Γέρω-Λαχανάς. Όταν μου έλεγε, βρε Σπυράκι μου, βρε Σπυρέτο μου, βουτηγμένος αυτός μέσατον ιδρώτα και τα χώματα, έπρεπε να σηκώση την τσάπα του να μου κάμη μια τρύπατο ξερό μου, να έμβη μέσα ολίγη γνώσις. Και έκλαιεν ο καϋμένος . . . Τον λυπήθηκα Μπάρμπα-Σταυρή. Έπειτα να πούμε και του φτωχού το δίκαιο.

Σαν άνοιγε τα μάτια της, η πρώτη της ματιά έπεφτε στο ραβδί της, χαϊδευτική και παραπονεμένη. Και το κοκκαλιάρικο χέρι της άπλωνε λες μοναχό του κ' έπιανε το ξερό ραβδί και το πασπάτευε μέσα στο σκοτάδι, σα να χάιδευε ανθρώπινο χέρι. Και το ραβδί πάλι, μολονότι που ήτανε ξύλο, φαινότανε να τη συμπονάη και να τη λυπάται, περισσότερο απ' τους αγίους και τους ανθρώπους.

Μετά την εξομολόγηση δεν ξαναμίλησε, δεν ξαναπαραπονέθηκε. Έμενε με σκεπασμένο το κεφάλι, αλλά η ντόνα Έστερ κάθε φορά που ανασήκωνε το χράμι έβλεπε το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο όλο και πιο μικρό, μελανό, ζαρωμένο σαν ξερό δαμάσκηνο.

Στη φτώχια, στη δυστυχία, στην ορφάνια, στην κατεργαριά. Ναι, στην κατεργαριά. Τα περισσότερα οι κατεργαρέοι του τα φάγανε. Σαν απόμεινε στην ψάθα χριστιανός δε γύρισε να τονέ δη. Ο Άγιος Γιάννης έγινε ο κουτο- Γιάννης με τόνομα. Σαν είχε δάνειζε στη φτωχολογιά, δανεικά κι' αγύριστα, δίχως αμανάτι, δίχως χαρτί, μ' ένα λόγο ξερό, «ο λόγος στον άνθρωποέλεγε.