Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Αν θέλγεσαι μαζί μου εγκώμια να πλέκης εις της ζωής την τύρβην, από τους νέους βάρδα, ελπίζω δε πως τότε κοντά μου δεν θα στέκης με μάτια δακρυσμένα σαν νάφαγες μουστάρδα. Τι τραγικούς κοθόρνους καθένας των φορεί... μακράν των νέων τούτων όσο 'μπορέσης μείνε, και ό,τι το ξερό σου κεφάλι δεν χωρεί ποτέ μη βεβαιώνης πως αγαθόν δεν είναι.

Οι ναύται, εν τη πρώρα, ξαλλάξαντες, παρεκάθησαν εις το λιτόν πρόγευμά των, το ανοιχτόκαρδον κολατσιό, συνομιλούντες ως αδελφοί, και με πόνου δακρυσμένα βλέμματα παρατηρούντες αδιακόπως την εξαφανιζομένην πατρίδα. Οι ναύται την αγαπούν την θάλασσαν, πολύ την αγαπούν, αλλά μόνον την στερεάν ονειροπολούν. Το σώμα τωντην θάλασσα κι' ο νους τωντην στεργιά.

Κι ας πουν για αφτόν μια μέρα 'Αφτός απ' τον πατέρα του πολύ πιο παλικάρι' καθώς γυρνά απ' τον πόλεμο· και ματωμένα ας φέρνει 480 μαζί του λάφυρα, απ' οχτρό που σκότωσε παρμένα, που ναν τον δει η μαννούλα του και να χαρεί η καρδιά τηςΕίπε, και βάζει το παιδί στης γυναικός τα χέρια, κι' εκείνη πίσω τόγυρε στο μυρισμένον κόρφο και πικροχαμογέλασε με μάτια δακρυσμένα.

Μόνος ο παπά-Νικόλας απ' τον Άι-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι έπιανε χωριστήν ακολουθίαν, εμορμύριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα. — Τι μουρμουρίζεις, παπά; του είπα από τα όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακκουμβήσει. — Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων μέσα μου, είπεν ο παπά-Νικόλας. Εις αυτό το άκακον αρμόζει η κηδεία των νηπίων.

Έχω τόσον καιρό, που καρτεράω κι' ακόμα ο γυιός μου δεν ηύρε δρόμο! Γριά γυναίκα είμαι. Πού ξέρω τι μου ξημερόν'; Και λέγοντας αυτά έρριξε τα μάτια δακρυσμένα ψηλά στη Μαριανθούλα, για να δώση του παπά να νοιώση πλειότερα. — Δεν έλαβες άλλο γράμμα; Τη ρώτησε πάλι ο παπάς, από κείνο που σου έχω διαβάσει εδώ κι' ένα μήνα; — Δεν έλαβα άλλο... — Τότε θα πη πως μπορεί ναρθή αυτές τες ημέρες..

Λέγοντας αυτά τα λόγια, έσκυψε με δακρυσμένα μάτια να κολλήση το κερί, που κρατούσε, ψηλά στο σαρακωμένο και βαγισμένο νεκρικό κουτί, κι' έτσι να προσφέρη μια μικρή ελεημοσύνη στον φτωχό Κατωκοσμίτη, που βρίσκονταν στα σκοτεινά, αλλ' εκεί, που κολλούσε το κερί, έπεσε το μάτι του στα κάτασπρα γράμματα, που είταν γραμμένα ψηλά στο μαύρο κουτί, κι' έμπηξε ένα μεγάλο ξεφωνητό με όλη τη δύναμη της καρδιάς του, σα να τον είχε τσιμπήσει στην καρδιά οχιά πικρή, η κακή μονομερίδα.

Δεν είναι φρικτόν; ο ηθοποιός εκείνος, σ' ένα πλάσμα, όνειρο πάθους μόνον, ικανός εφάνητο νόημά του την ψυχήν του να υποτάξη, ώστ' άχνιζ' όλος όπως ενεργούσ' εκείνη, με μάτια δακρυσμένα, μ' όψιν χαλασμένην, με κομμένην φωνήν, με κάθε κίνησίν του σύμφωνην, 'ς ταις μορφαίς, μ' όλο το νόημά του! Και όλα διά τίποτε!

Έπειτα σιγά κι ανάλαφρα τραβήχτηκε στη σκάλα, την κατέβηκε στα τέσσερα κ' έκλεισε την ξώπορτα πίσω του. Στο χτύπο ξαφνίστηκε ο Αριστόδημος· γύρισε τα δακρυσμένα μάτια του και δεν είδε το χωριατόπουλο. Θυμήθηκε πως δεν το ρώτησε πού πέθανε η μάννα του. Μπορεί στο σπίτι της Ελπίδας· μα δεν ήταν και βέβαιος. Πήδησε, έτρεξε στην πόρτα, βρέθηκε στην αυλή. — Παιδί!.. παιδί! .. έβαλε τις φωνές.

Κοντός, κυφός, με φορέματα χονδρά από σκουτίον, με ένα καλογηρικόν καστανόχρουν σκούφον μέχρι των οφθαλμών, με τα δακρυσμένα πάντοτε μάτια του και τα κοντά ψαρά γενάκια του, με ένα ταγαράκι εις τον ώμον του όπου είχε το ψωμί του, και με το Κύριε Ιησού Χριστέ εις τον νουν, σαν καλόγηροςψυχή του, καρδιά του, να ξενυκτίση όπου φήμη φαντάσματος, όπου διάδοσις ονείρου και οπτασίας, διά να ημπορή μεθαύριον να παρέχη λεπτομερείς πληροφορίας εις τους νησιώτας, εις τας γυναίκας και τους αργούς.

Η Παυλίνα σήκωσε τα μάτια της, δακρυσμένα, και τον κύτταξε γλυκά. — Θέλω ένα διαμάντι πιο μεγάλο από το μεγαλύτερο διαμάντι που φορεί στο διάδημά της η βασίλισσα. Ο Παύλος αναστέναξε. Όμοιο διαμάντι δε βρισκότανε σ' όλο τον κόσμο. — Πες μου, αγάπη μου, πού βρίσκεται, να σχίσω βουνά και θάλασσες να πάω να στο φέρω. Η Παυλίνα τον κύτταξε πιο γλυκά ακόμα. — Αν μ' αγαπάς θα πας να μου το βρης.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν