United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι λαμπάδες και τα εξαπτέρυγα εμπρός, ο κόσμος αμέτρητος οπίσω, κ' εν μέσω αλλόμενος και σκιρτών ο γέρων Παπά-Νικόλας, κρατών τον Τίμιον Σταυρόν και ψάλλων «Τριάδος η φανέρωσις εν Ιορδάνη γέγονεν». Η θάλασα ήτον ήσυχος την ημέραν εκείνην. Τα μικροκάικα όλα γύρω-γύρω σημαιοστόλιστα. Η βάρκαις άφησαν θέσιν, ως μιας ορχήστρας θέσιν, να πέση εκεί ο Σταυρός.

Πάει! εφώναξε μισολιπόθυμος η γραία μήτηρ, ξηρά και μονοκόκκαλη ως λύκαινα. — Μη διακόπτετε το Μυστήριον! εκραύγασε και ο Παπά-Νικόλας με την γνωστήν του αυστηρότητα, και προέβη εις το τέλος. Εδαιμονίσθη η γραία μήτηρ. Ποίος ήνοιξε το παράθυρον; — Μια γυναίκα! — Ποια γυναίκα! Αόρατος, σατανική φαντασία. Η γραία εμετρούσε τους καλεσμένους. — Ποιος εμβήκεν! Διετάρασσεν η μήτηρ όλον το Μυστήριον.

Αλλ' όταν ο Παπα-Νικόλας με την φωνήν του την μεγάλην, πανηγυρικήν ως σάλπισμα εβραϊκής νεομηνίας, ήρχισε να κραυγάζη επάνωτα μεσάνυκτα «Ευλογημένη η βασιλεία. . .», τρακ! ακούεται υπόκωφος, σατανικός κρότος, και ανοίγει έν παράθυρον προς τ' αριστερά, έν μικρόν παράθυρον μ' έν παραθυρόφυλλον μόνον, ως άνθρωπος μ' ένα μάτι.

Εβρυχήθη ο γέρων και στηρίζων τον ένα πόδα του επί της εστίας και ημιεγείρων τον άλλον, ακκουμβών και την μίαν χείρα του επί του διβανίου, έβλεπεν άνω, προς το αιμοχαρώς στίλβον γιαταγάνι του, να σηκωθή, να το ξεκρεμάση και να την κάμη τέσσερα κομμάτια, ότε εισήλθεν αίφνης ο φίλος του εφημέριος, ο Παπα-Νικόλας, όστις εις τας καλάς ημέρας και τας νύκτας του χειμώνος, συνήθιζε να επισκέπτηται τον γέροντα ποδαλγόν, ίνα τον παρηγορή, ιδίως αφ' ότου ήρχισε να πάσχη και εκ διαφόρων στερήσεων, και ίνα ακούη τας ωραίας και συγκινητικάς διηγήσεις του περί της Πόλεως, που του διηγείτο ωραία και άγνωστα εις αυτόν.

Ύστερα από κάμποση ώρα, ακούστηκαν τα σκυλλιά της γειτονιάς. Είταν ο παπά-Νικόλας, που έβγαινε από το ένα σπίτι κι' έμπαινε στ' άλλο. Σε λίγο ανέβαινε τες σκάλες του σπιτιού και μάννα και γυιός σηκώθηκαν να τον υποδεχτούν. Ο παπάς είπε «καλημέρα» και «χρόνια πολλά» κι' άρχισε να ευλογάη το τραπέζι: «&Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου και πάντας ημάς

Βράδυ-βράδυ ο Παπά-Νικόλας, αφού αγίασε μερικά σπίτια τα οποία δεν επρόφθασε την παραμονήν, φορών τα εορταστικά του ράσσα καινουργή και ευωδιάζοντα αγιωσύνην, επήγε να χαιρετίση τον καλόν του φίλον καπετάν-Μαμμήν, ευτυχισμένον πλέον ωσάν εις τα παληά του τα χρόνια, και να πη το καλώς ώρισες εις τον καπετάν-Μοναχάκην.

Μάννα και γυιός, δυο όντα στον κόσμο, που το ένα ζούσε για το άλλο, κάθονταν στην άκρη του τραπεζίου μελαγχολικοί, και περίμεναν τον παπά-Νικόλα να ευλογήση και ν' αρχίσουν να φαν, αλλ' ο παπά-Νικόλας αργούσε, γιατί ευλογούσε με τη σειρά τα τραπέζια των σπιτιών του χωριού, και δεν είχε φτάσει ακόμα στο σπίτι της Τασιούλαινας και του Γεωργάκη.

Μόνος ο παπά-Νικόλας απ' τον Άι-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι έπιανε χωριστήν ακολουθίαν, εμορμύριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα. — Τι μουρμουρίζεις, παπά; του είπα από τα όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακκουμβήσει. — Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων μέσα μου, είπεν ο παπά-Νικόλας. Εις αυτό το άκακον αρμόζει η κηδεία των νηπίων.

Και όταν ο Παπά-Νικόλας, φθάσας εις το άκρον της προκυμαίας, έρριψε τον Σταυρόν εις την θάλασσαν εν ιερά συγκινήσει, εν τω άμα τρεις ναύται μέσα εις την σκούναν του καπετάν Μοναχάκη, την κατάμαυρην σκούναν με το άσπρο μπούρδο, εκρότησαν τρία τρομπόνια κραταιώς, όπου εσείσθη, όλον το χωρίον, κ' εχόρευσεν από χαράν και το μικρό κάτασπρο σπιτάκι επάνω εις την κορυφήν του Βράχου, 'σαν ντάμπια υψηλά εκεί καλοσυγυρισμένη, κ' εφάνη ως να έπεσαν από εκεί τα τρία χαρμόσυνα κροτήματα, της ιεράς ημέρας χαιρετίσματα.

Όταν επρωτοπήγεν εις την Βενετίαν, είχε προμηθευθή όλα τα ιερά βιβλία, τα οποία τα είχεν όλα χρυσοδεμένα, εν οίς διέπρεπον η Αμαρτωλών Σωτηρία, η Θύρα μετανοίας και τα Πνευματικά Γυμνάσματα . Εις αυτάς λοιπόν τας καλάς συνηθείας του απέδιδεν ο Καπετάν-Μαμμής την πρόοδόν του και ούτω τον ενίσχυε να πιστεύη και ο στενός φίλος του ο Παπά-Νικόλας, με τον οποίον διαρκώς συνανεστρέφετο από της χηρείας του ευχαριστούμενος εις τας καλάς συμβουλάς του, όστις οσάκις ήκουε μεταξύ άλλων καπετανέων να γίνεται λόγος περί της ευημερίας του καπετάν-Μαμμή τους έλεγεν με ένα αυθεντικόν τρόπον το προφητικόν: — «Εάν θέλητε, και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε». Γιατί λοιπόν παραξενεύεσθε; Δεν πιστεύετε τα λόγια του Αγίου Πνεύματος;