United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε λίγο σηκώθηκαν, τράβηξαν κατά το συντριβάνι, τις πορτοκαλλιέςως και στις συκαμινιές πήγαν. Παν τα δάκρια αμέσως. Ουρανός Απριλιάτικος. Έτρεχαν από δω κι από κει. Ως και τον τζίτζικα ζητήσανε να τον πιάσουνε πάλι! Και σαν ήρθε ο γέρος, τη βρήκε τη μικρή του στη συκαμινιά μισοσκαλωμένη. Στάθηκε από μακριά και την κοίταζε την κόρη του με συλλογισμένο χαμόγελο.

ΜΑΚΔΩΦ Και τα παιδιά μου; ΡΩΣ Επίσης! ΜΑΚΔΩΦ Μου τους άφησεν ο τύραννος ησύχους; ΡΩΣ Οπόταν έφυγ' απ' εκεί τους άφησα ησύχους. ΜΑΚΔΩΦ Μη μου φιλαργυρεύεσαι τα λόγια σου! Τι τρέχει; ΡΩΣ Οπόταν έφευγ' απ' εκεί να έλθω να σας φέρω τα νέα, 'πού το βάρος των πλακόνει την καρδιά μου, ηκούσθη ότι μερικοί 'σηκώθηκαντα όπλα.

Από την αρχή της βασιλείας του κιόλας έβγαλε διάταγμα που όριζε θάνατο για όσους αψηφούσαν τους παλιούς νόμους των κατατρεγμών. Κάμποσα χρήματα και χτήματα εθνικά πέρασαν τότε στο δημόσιο ταμείο, και πολλοί Εθνικοί, εβραίοι κ' αιρετικοί γενήκανε χριστιανοί να γλυτώσουν. Άλλοι πάλε σηκώθηκαν και φύγανε στην Περσία, κι από κει αντενεργούσαν του Αυτοκράτορα.

Σάνε γύρισε μεσημέρι και σηκώθηκαν τα δυο ταδέρφια να κινήσουν κατά το σπίτι τους, τους ξεπροβόδωναν ο Μιχάλης κ' η γυναίκα του ως όξω από την πόρτα, και δος του πια τότε μουρμουρητά και χειρονομίες. — Άφησέ με και τα βολέβω, ακούστηκε κ' έλεγε ο Πανάγος πηγαίνοντας.

Και τους θεούς, σαν έφτασε, τους βρήκε συναγμένους στον πύργο μέσα του Διός, κι' όταν την είδαν, όλοι 85 σηκώθηκαν κι' εφτύς να πιει της πρόσφερναν ποτήρια. Μα αφτή τους άλλους άφισε, και παίρνει το ποτήρι τη Θέμης, πρώτη πούτρεξε να την καλοσορίσει και πρώτη που της μίλησε δυο φτερωμένα λόγια «Ήρα, γιατί ήρθες; Φαίνεσαι σαν τρομασμένη. Ξέρω, 90 θα σ' αποπήρε ο άντρας σου, ο γιος του γέρο-Κρόνου

Η Αννούλα αναρρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμμένοι, και πέθαναν οι ζωντανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ' από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου.

Καιγόταν να ρωτήσει τον λόγο, μα η απαίτηση της Ζωηδίας τον έκανε να σιωπήσει· έτσι, προσπάθησε να λάβει μέρος στην ζωηρή συζήτηση, που είχε σαν θέμα τις διαφορετικού είδους απολαύσεις που υπάρχουν στον κόσμο. Μετά λίγη ώρα, οι δερβισάδες σηκώθηκαν και χόρεψαν μερικούς παράξενους χορούς, που ευχαρίστησαν πολύ την υπόλοιπη παρέα.

Η ντόνα Νοέμι είναι κοπελίτσα, αρραβωνιασμένη με τον ντον Πρέντου και ο ντον Τζάμε, που ακολουθεί κι αυτός την λιτανεία, κάνει, όπως πάντα, τον θυμωμένο, αλλά είναι πολύ ευχαριστημένος….. Όμως η ψαλμωδία των γυναικών σταμάτησε και μερικές σηκώθηκαν για να φύγουν.

Τους ξέχασαν τους αδελφούς τους τα παλικάρια που για δαύτους σηκώθηκαν, και τονειρεύτηκαν πως δίχως εκείνους έθνος θα γίνουν, εθνικό μεγαλείο και πλούτο θαποχτήσουν, δόξα εθνική θα τους λαμπρύνη!

Τότε ο μπουζουκιτζής τράβηξε μπροστά το δρόμο του αγάλι' αγάλια, αλλάζοντας κομμάτι, παίζοντας ένα μαρς, ένα ύμνο για τη νίκη του και για την όμορφη μαζί, που από τη γλύκα του μπουζουκιού του άνοιξε το παράθυρο. Σηκώθηκαν κ' οι άλλοι, και όλοι μαζί με το μαρς πάντα τράβηξαν έφυγαν. Πήγαιναν τόρα να βγάλουν κι άλλες όμορφες στα παράθυρα...