Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Δεν πρόσεξα τα προμηνύματα που ήρθαν; Στάθηκα τυφλός και κουφός στις υποψίες, που ανάβανε μέσα μου σα φλόγες και φοβερίζανε το χτίριο της ευτυχίας μου, που το θαρρούσα στεριά θεμελιωμένο; Δεν το γνωρίζω.
Κάθισα στο πλάγι του μισογκρεμισμένου του μύλου, και κοίταζα την ατέλειωτη θάλασσα. Άκουα τα κύματα που χτυπούσανε μέσα στις σπηλιές αποκάτω, και θαρρούσα πως αναστέναζαν. Έβλεπα τους βράχους τριγύρω και μου φαίνουνταν παράξενο πώς δε μιλούσαν, πώς δε ράγιζαν, που έφευγε η Ελένη για πάντα.
Η Αννούλα αναρρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμμένοι, και πέθαναν οι ζωντανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ' από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου.
— Τέτοια πράμματα, συμπεθέρα! τόσα χρόνια παλαίβω με τα κλαριά και με τα κοτρόνια, και ούτε μια δεκάρα δε βρέθηκε. Νάναι κανένας στραβός, βρίσκει. Εγώ με δυο μάτια — τέτοια πράμματα, συμπεθέρα! Η Μιλάχρω τον παρετήρει τον άνδρα της με βλέμμα λαίμαργον. Η κόρη του η άμοιρος εσήκωσε τα μάτια της βουρκωμένα, θαρρούσα να ίδη τον τενεκέ με τα φλωρία. Πρώτην φοράν και αι δύο ήκουον αυτήν την διάδοσιν.
Αυτά 'πα και όλ' υπάκουσαν και τότε ως προς την Σκύλλα, την αναπόφευκτη πληγή, λόγο 'ς αυτούς δεν είπα, μη φοβηθούν οι σύντροφοι, και απ' την κουπηλασία παύσουν, και μέσα μου ριχθούν 'ς του καραβιού τα βάθη. 225 τότ' άφησα το βαρετό παράγγελμα της Κίρκης, 'που να μη ζωσθώ τ' άρματα πολύ μώχε συστήσει, και την καλή μου αρματωσιά φόρεσα, και δυο λόγχαις μακρυαίς 'ς τα χέρια σφίγγοντας ανέβηκα εις την πλώρη, ότι απ' αυτού να πρωτοϊδώ θαρρούσα εγώ την Σκύλλα, 230 πετροθεριό, 'που μώφερνε καταστροφή των φίλων. και αυτήν να ιδώ δεν δύνουμουν• τα μάτια μου αποκάμαν ολόγυρα εξετάζοντας την σκοτεινώδη πέτρα.
Σαν είδα τις γαλανές πεδιάδες τουρανού μας, τη μαβειά θάλασσα που αφρίζει και μοιάζει κάμπος ασπρολούλουδα γεμάτος, σαν πάτησα τούτη την περίφηρη γις και βρέθηκα μέσα σε τέτοια φύση, κατάλαβα το παραμύθι, θαρρούσα τώρα και γω που φορούσα τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τους αφρούς της, τη χαρούμενη γις με τα χορτάρια.
Κι όλη την ώρα συλλογιζόμουνα το έρημο δρομαλάκι, με το άσπρο, ξερό του χώμα, που δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Συλλογιζόμουνα το νεογέννητο γαϊδουράκι, που τόδιωξε τόσο άγρια ο αγωγιάτης και θαρρούσα πως τόβλεπα τώρα μεγαλωμένο, γεμάτο πληγές, να σέρνη το φορτίο του στους δρόμους, υπομονετικό και παραπονεμένο.
Δεν άσπρισαν ακόμη τα μαλλιά μου κι ωςτόσό τι να σας πω; Άμα ξαναείδα την Πόλη, με φάνηκε σα να ξαναχαίρουμουν της νιότης μου τα πρώτα χρόνια. Μπορεί να με γέλασαν τα μάτια μου, μα σαν μπήκα στο παλιό μας το σπίτι, θαρρούσα που με γλυκοκοίταζαν οι τοίχοι.
ΚΡΕΟΥΣΑ Παιδί μου! πειο αγαπητό κι' από το φως του ήλιου, συγγνώμη ας δώση ο θεός. . . στην αγκαλιά μου σ' έχω, — ανέλπιστο ευτύχημα! — εσέ που σε θαρρούσα κάτω απ' τη γη, στους σκοτεινούς της Περσεφόνης τόπους ΙΩΝ Αγαπημένη μάννα μου! ο γυιός σου ο πεθαμμένος δεν πέθανε, και βρίσκεται στην αγκαλιά σου τώρα.
Κι' εγώ 'θαρρούσα πως αυτή δεν αγαπά κανένα, κι' από την χήραν ήλπιζα τρελλά ν' αγαπηθώ, εγώ γι' αυτή, κι' αυτή για 'με να ζήσουμε 'στα ξένα, και ήμουν έτοιμος ευθύς τη Ρώσσα ν' αρνηθώ. Κι' από τη φρίκη φαίνεται ακόμη πιο φρικτό, συ από έρωτα αγνόν και άγιον ν' ανάπτης, να έχης εις αισθήματα το στήθος ανοικτό, κι' ως σκώληκα να σε πατή χυδαίος φραγκορράπτης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν