United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι λες; ποιάν αμαρτία κατηγορείς του Απόλλωνος; ποιό γυιό έχεις γεννήση; σε ποιά μεριά της πόλεως το αγαπητό παιδί σου έγινε θύμα των θεριών; για ξαναπές το πάλι. ΚΡΕΟΥΣΑ Σε ντρέπομαι, ω γέροντα, μα όμως θα μιλήσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ξέρω των φίλων τα κακά να μοιρασθώ μαζύ τους. ΚΡΕΟΥΣΑ Άκουσε• ξέρεις συ καλά στου Κέκροπος το βράχο το άντρο εκεί το πρόσβορρο, όπου Μακρές το λέμε;

Να βρίσκη χώρα σ' ολουνούς· παντού συντροφευμένο, 25 Σε κάθε σπίτι αγαπητό, και περιποιημένο. Η μαύρη Αλήθια από καιρούς και χρόνια εξορισμένη, Από τον κόσμο μισητή, κι' όξω απ' αυτόν κρυμμένη, Σ' ανήλιον τόπο ανάμερον, και σε πυκνό σκοτάδι, Είχε αποκάμη κατοικιά μέσ' σε βαθύ πηγάδι. 30 Μήτ' αποκείθε εκόταγε να βγη σε ημέρας φέξι, Με δίχως κίντυνο άφευχτο, χωρίς βαργιά να φταίξη.

Του ήταν αγαπητό το άρωμα χωραφιού φασουλιών κατάβραδα κι ο μυρωδάτος νάρδος που φύτρωνε στα βουναλάκια της Συρίας και το φρέσκο πράσινο θυμάρι, η μαγεία του κρασοπότηρου. Τα πόδια της αγάπης του σαν περπατούσε στο περιβόλι ήταν σαν κρίνα στοιβασμένα πάνω σε κρίνα. Πιο απαλά από τα πέταλα της υπναρούς παπαρούνας ήταν τα χείλη της, πιο μαλακά από τις βιολέττες και σαν τις βιολέττες μυρωμένα.

Έτσι, ο Τριστάνος κι' ο Καερδέν άρχισαν ν' αγαπιώνται με τρυφερότητα και με πίστη κι' ωρκίστηκαν φιλία μέχρι θανάτου. Ποτέ δεν απίστησαν σ' τον όρκο τους, καθώς θα το μάθετε απ' αυτή την ιστορία. Λοιπόν, καθώς γύριζαν απ' αυτές της επιδρομές, συζητώντας για ευγένεια και ιπποτισμό, συχνά ο Καερδέν παινούσε στον αγαπητό του σύντροφο την Ιζόλδη με τα λευκά χέρια, την απλή, την ωραία.

Όσοι γεννιούνται δε θα πεθάνουν όλοι μια μέρα; Ας παρακαλούμε μόνον να πέρνη ο Θεός τους πεθαμένους και να φυλάη τους ζωντανούς!... Αλλά κείνη δεν ήθελε ν' ακούση. Τρεις μέρες περίμενε, θέλοντας να πάη με τον αγαπητό της κύριο. Την τετάρτη, γέννησε ένα παιδί, ένα γυιό. Τον αγκάλιασε. «Παιδί μου, του είπε, πολύν καιρό είχα επιθυμία να σε ιδώ.

ΚΡΕΟΥΣΑ Παιδί μου! πειο αγαπητό κι' από το φως του ήλιου, συγγνώμη ας δώση ο θεός. . . στην αγκαλιά μου σ' έχω, — ανέλπιστο ευτύχημα! — εσέ που σε θαρρούσα κάτω απ' τη γη, στους σκοτεινούς της Περσεφόνης τόπους ΙΩΝ Αγαπημένη μάννα μου! ο γυιός σου ο πεθαμμένος δεν πέθανε, και βρίσκεται στην αγκαλιά σου τώρα.

Να βρίσκη χώρα σ' ολουνούς· παντού συντροφευμένο. Σε κάθε σπίτι αγαπητό, και περιποιημένο. Η μαύρη αλήθεια από καιρούς και χρόνια εξορισμένη, Από τον κόσμο μισητή, κι' όξω απ' αυτόν κρυμμένη, Σ' ανήλιον τόπο ανάμερον, και σε πυκνό σκοτάδι, Είχε αποκάμη κατοικιά μεσ' σε βαθύ πηγάδι. Μήτ' αποκείθε εκόταγε να βγη σε ημέρας φέξι, Με δίχως κίνδυνο άφευχτο, χωρίς βαργιά να φταίξη.

Και γιατί κ' οι δυο είστε καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα στην Τουρκία; — Είναι αλήθεια, πως η αγαπημένη μου αδερφή βρίσκεται σ' αυτόν τον τόπο; ρωτούσε ο βαρώνος. — Ναι, απαντούσε ο Κακαμπός. — Ξαναβλέπω λοιπόν τον αγαπητό μου Αγαθούλη, έλεγε ο Παγγλώσσης. Ο Αγαθούλης τους παρουσίασε το Μαρτίνο και τον Κακαμπό. Φιληθήκανε όλοι τους. Μιλούσανε όλοι μαζί.

Μα να γυρίσω μια φορά και να θωρήσω πάλι τη λατρεφτή πατρίδα μου, τ' αγαπητό μου τέρι, και στ' αψηλόσκεπο να μπω μεγάλο αρχοντικό μας, κι' ας μου το κόψει χέρι οχτρού αμέσως το κεφάλι, αν δεν το σπάσω εγώ σε διο και στη φωτιά αν δε ρήξω 215 τ' όπλο που βλέπεις, επειδής το κουβαλάω του κάκου

Ο Γιάννος τρέχει σπίτι του το γάμο να ετοιμάση, Τρέχει κι’ η Μάρω από κοντά, πνιγμένη στην αγάπη, Και τη στιγμή, που αντίκρυσαν τ’ αγαπητό τους σπίτι, Ακούνε μαύρα κλάματα, καθάρια μυριολόγια.... Του Γιάννου η μάννα μύρονταν κι’ αυτή μυρολογούσε... Σαν περδικούλα θλίβονταν, σαν το παππί μαδυώνταν, Σαν του κοράκου τα φτερά τη φορεσιά της είχε.... Για το παιδί της θλίβονταν, τον ξακουσμένο Γιάννο, Που είταν χαμένος κι’ άφαντος τρεις μήνες στην αράδα.