United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη μου λες όμως να μπω και γω μέσα στο χορό, να κάμω ή να τυπώσω τίποτις, ας είναι κι από τα παλιά μου. Είχα και γω πρώτα δυο τρεις ιδέες· ίσως μπορούσα κάτι να κατορθώσω. Δε μου στρέγει πια. Σταφίνω εσένα. Στοχάσου, φίλε μου, ως πού κατάντησα αφού και για τη γλώσσα δε με μέλει. Κάπου μου έρχεται και μένα να τους πω τίποτις, να διασκεδάσης· έπειτα βαριούμαι.

Δεν είμαι άτυχος λοιπόν;—στον Δία τον Σωτήρα! δεν είμαι άνδρας δυστυχής; κακήν δεν έχω μοίρα, να ταξιδέψω σήμερα με δυο θεριά ανήμερα; Αν πάθω στο ταξίδι μου φουρτούνες και τρομάρες, πλέοντας κάτω απ' αυτές, της καραπουτανάρες, θάφτε μ' απ' όλους χωριστά στην πόρτα που θα μπω μπροστά, και πιάστε ζωντανή κι' αυτή με πίσσ' αλείφτε τη καυτή, κατόπι ν' αναλύσετε μολύβι, και στα πόδια της τριγύρω να το χύσετε, και στήστε τη μου ύστερα στον τάφο μου, τη λάμνα, για νεκρική μου στάμνα!

Και τι είνε αυτός ο νέος Θεός; — Έχει είδωλα και τα προσκυνεί, είπεν ο ξένος. — Και τι πράγμα είνε αυτά τα είδωλα; — Τα είδωλα είνε αγάλματα οπού τα προσκυνούσαν οι αρχαίοι. — Ποίοι αρχαίοι; — Οι Έλληνες. — Και πώς τα επροσκυνούσαν; — Όπως οι χριστιανοί προσκυνούν τας εικόνας, μοι φαίνεται. — Και σαν τι πράγμα είνε αυτά τα αγάλματα; Πες μου καλά να καταλάβω, διατί εγώ αργώ να μπω μέσα.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Όχι, Κλεάνθη, μη μιλής πλέον γι' αυτό· ας αφήσωμε κάθε σκέψι γάμου. Ύστερα από τη στέρησι του πατέρα μου δε θέλω να μπω πλέον στον κόσμο, ποτέ πλέον. Δέξου, πατέρα μου, την υπόσχεσί μου και άφησέ με να σε φιλήσω για να σου δείξω την αγάπη μου. ΑΡΓΓΑΝ Έλα, μη φοβάσαι· δεν είμαι πεθαμένος. Είσαι αίμα μου, είσαι αληθινή μου κόρη και είμαι ενθουσιασμένος που γνώρισα τον καλό σου χαρακτήρα.

Αυτό κράτησε όμως μια στιγμή μόνο, και να που την κάλυπτε και αυτή ένα πέπλο, έχανε τη δύναμή της, ξαναγινόταν φάντασμα και ο Έφις ένοιωσε πόνο, λες και ήταν ο Τζατσίντο που πέθαινε και όχι εκείνος. «Έφις, έλα, έλα! Τι κάνεις; Δε μου μιλάς; Για σένα έχω έρθει, ξέρεις. Είμαι εδώ. Δεν θέλανε να μ’ αφήσουν να μπω κι εγώ πήδησα τον τοίχο. Έλα, κοίταξέ με

Εσύ λοιπόν για τόνομα των Νυμφών κ' εκείνου του Πάνα, αφού μπης στη λαγκάδα, σώσε μου τη χήνα· επειδή φοβάμαι μονάχη μου να μπω. Κ' ίσως να σκοτώσης και τον ίδιο τον αετό και να μη σας αρπάξη κ' εσάς πια πολλά αρνιά και κατσίκια· και το κοπάδι ως τότε θα το φυλάξη η Χλόη· τήνε γνωρίζουνε βέβαια τα γίδια, γιατί πάντα βόσκει μαζί σου.

Δική σου χάρι έχω ζωή, κι' εσύ κρατάς το νήμα· Στο χέρι σου είναι να κοπή, κι' εγώ να μπω στο μνήμα. Μον δε θαρρώ τόση ασπλαχνιά, και τόση κακοσύνη, Σε τέτια κάλλη αμίμητα η φύση ν' αποδίνη. Της Αφροδίτης όμιασμα η χάρες σε στολίζουν· Πώς την καρδιά σου οι έρωτες καθόλου να μη γγίζουν; Τον έρωτα μη μάχεσαι· φυλάου να τον πεισμόσης· Μη σου κακιόση, κι' ύστερα του κάκου μετανιόσης.

Αντί όμως ν' απελπισθή εθύμωσε· και ο ναυτικός άμα θυμώση αναποδογυρίζει τις θάλασσες. — Έτσι είστε; λέγει· να σας 'μπω κ' εγώ στο ρουθούνι! Πιάνει αμέσως και μαδάει όση τρίχα είχεν απάνω του και την πλέκει πανί. Έπειτα πάει κρυφά και κόβει μια κλάρα· την πελεκάει καλά και στένει ανάμεσα Παράδεισος και Κόλασης δικό του τσαντήρι. Δικό του και ανεξάρτητο. Ούτε θεό φοβάται, ούτε διάβολο πλέον.

Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν φιλονικεία. — Όχι εγώ θα 'μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια. τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται. Να τι θα ειπή παλιόκοσμος! Για να εύρουν την αθανασία ηύραν όλοι τον θάνατο εμπρός στην πηγή της. Το ναυτόπουλο καθώς είδεν αυτά πηδάει στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.

Η Φραγκογιαννού διήλθεν έξωθεν, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, κ' ενώ είχε σκοπόν να εισέλθη, την τελευταίαν στιγμήν εδίστασε, κ' εξηκολούθησε τον δρόμον της. «Δεν είμαι άξια, είπε μέσα της, να μπωένα ξωκλήσι που τόσο συχνά λειτουργιέται . . . Ας πάω καλλίτερα στον Άι-Γιάννη τον Κρυφό».