United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' οι Έλληνες διηγούνται διά μεν τον Διόνυσον ότι άμα εγεννήθη τον έρραψεν ο Ζευς εις τον μηρόν του και τον έφερεν εις την Νύσαν ήτις είναι υπεράνω της Αιγύπτου εις την Αιθιοπίαν, διά δε τον Πάνα δεν ηξεύρουσι να είπωσι τι τω συνέβη.

Άμα λοιπόν ο Δάφνης εκατάλαβε τα όνειρα των Νυμφών και τα έργα του Πάνα, λέει κι αυτός όσα είδε κι όσα άκουσε· κι ότι ενώ είχε σκοπό να πεθάνη έζησεν εξαιτίας τις Νύμφες. Κ' ύστερα τήνε στέλνει να φέρη το Δρύαντα και τα χρειαζούμενα για θυσία.

Προσευχηθείς δε εις τον Πάνα διά να του δίδη εσωτερικήν ωραιότητα και να παρέχη εις τον νουν του σοφίαν και εις το σώμα του σωφροσύνην, επιστρέφει εις την πόλιν μαζί με τον Φαίδρον. Ο Πλάτων εγεννήθη το 427 π. Χ. και απέθανε το 348 π. Χ. Το 407 έγινε μαθητής του Σωκράτους, ο οποίος έπιε το κώνειον το 399 π.

ΡΩΜΑΙΟΣ Παραμάνα, να μου χαιρετήσης την Κυρίαν σου, και να της ειπής ότι διαμαρτύρομαι... ΠΑΡΑΜΑΝΑ Να καλή καρδιά! Και βέβαια θα της το ειπώ. Πανα- γία μου, πώς θα το χαρή! ΡΩΜΑΙΟΣ Και τι θα της ειπής, παραμάνα; δεν με ήκουσες ακόμη. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Θα της ειπώ ότι διαμαρτύρεσαι· και αυτό είναι εκείνο οπού έπρεπε να κάμης.

Κι αφού έτρεξε και κατά το πεύκο, όπου ήτανε στημένο το άγαλμα του Πάνα, τραγοπόδαρο, κερατιάρικο και κρατώντας με τόνα χέρι σουραύλι και με τάλλο τράγο, που επηδούσε, κ' εκείνον επροσκυνούσε και παρακαλούσε για τη Χλόη κ' έταζε πως θα του κάμη θυσία τράγο.

Ήτανε κοντά ώρα της αγογιοματινής βοσκής κι ο Δάφνης, αφού ανάντεψε από ψηλή ραχούλα τα κοπάδια και τη Χλόη κ' εφώναξε δυνατά «ώ Νύμφες και Πάναέτρεξε κάτου στον κάμπο· και σαν αγκάλιασε τη Χλόη και λιγοψύχησε έπεσε χάμω.

Και οι μεν Θηβαίοι ανεχώρησαν εκ της χώρας εκείνων χωρίς να βλάψουν κανένα, οι δε Πλαταιείς, αφού έφεραν εντός της πόλεως ταχέως πάνα τα εις τους αγρούς, ευθύς εφόνευσαν τους αιχμαλώτους. Ήσαν δε ούτοι εκατόν ογδοήκοντα, και μεταξύ αυτών ο Ευρύμαχος, μετά του οποίου είχον συνεννοηθή οι προδόται.

Σηκωθήκανε λοιπόν επάνω και στεφανόνανε μαζί τον Πάνα και τις κληματόβεργες από τα φύλλα του πεύκου κρεμούσαν κι αφού τον εκάθισαν κοντά τους του εβάνανε να φάη. Και σαν γέροι πιομένοι λιγάκι πολλά αναμεταξύ τους έλεγαν πως έβοσκαν, όταν ήτανε νέοι πως πολλά κυνηγητά κουρσάρων εξέφυγαν παινεύονταν ένας πως εσκότωσε λύκο κι άλλος πως στο σουραύλι μόνο από τον Πάνα έμενε πίσω.

Απάντησε, έχω δίκιο;», επανέλαβε ταρακουνώντας τον από τους ώμους. «Θυμάσαι τι λέγαμε στο κτηματάκι; Εγώ το θυμάμαι πάνα και γι’ αυτό λέω στον εαυτό μου: ο Έφις κι εγώ είμαστε δυο δυστυχισμένοι, αλλά είμαστε πραγματικοί άντρες και οι δυο, περισσότερο και από τον θείο Πιέτρο και από τον Μιλέζο, βέβαια!

Αυτός ο γέρος, αφού κάθησε κοντά τους, έτσι τους μίλησε: — Εγώ παιδιά μου, είμαι ο γέρο Φιλητάς, που πολλά τραγούδια τραγούδησα σ' αυτές εδώ τις Νύμφες και πολλές φορές για χάρη εκείνου εκεί του Πάνα έπαιξα το σουραύλι· κι ωδήγησα μεγάλο κοπάδι βοϊδιών μονάχα με τη μουσική. Κ' ήλθα τώρα να σας φανερώσω όσα είδα και να σας ειπώ όσα άκουσα.