Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Σε λίγο άνοιξε το στόμα του: — Πάμε να πάρωμε καμμιά μπουκιά; Ώρα είνε... είπε. Σηκωθήκανε κ' οι δυο και τραβήξανε τον ανήφορο. Το άλλο βράδυ, στο ίδιο το τραπέζι, στα ίδια τα σκαμνιά κ' οι δυο τους. Ο Καπετάν Γιάννης είχε ξεχάσει να παραγγείλη τον ναργιλέ του κι' ο Μιχαληός δεν είχε το τσίπουρο μπροστά του.

Σηκωθήκανε λοιπόν επάνω και στεφανόνανε μαζί τον Πάνα και τις κληματόβεργες από τα φύλλα του πεύκου κρεμούσαν κι αφού τον εκάθισαν κοντά τους του εβάνανε να φάη. Και σαν γέροι πιομένοι λιγάκι πολλά αναμεταξύ τους έλεγαν πως έβοσκαν, όταν ήτανε νέοι πως πολλά κυνηγητά κουρσάρων εξέφυγαν παινεύονταν ένας πως εσκότωσε λύκο κι άλλος πως στο σουραύλι μόνο από τον Πάνα έμενε πίσω.

Στη βράση απάνω που ακολούθησε μπαίνουν κ' οι Εβραίοι στη μέση και τα χεροτερεύουν. Πιάνουν έναν άνθρωπο του Κυρίλλου και τον παραδίνουν του Ορέστη κατηγορώντας τον πως ήρθε στη Συνέλεψη να κατασκοπήση. Προστάζει αμέσως ο Ορέστης και τονέ δέρνουνε μπρος στον κόσμο. Έγινε ο Κύριλλος όξω φρενών όταν τάκουσε. Παίρνει φωτιά και το ποίμνιο του, και σα δαιμονισμένοι σηκωθήκανε να φάνε την Εβραΐλα.

Και τα δυο παιδιά κόβανε χλόη και κοιτάζανε τα μερμύγκια και πλησιάσανε τα ένα με το άλλο τόσο, που όταν σηκωθήκανε να φύγουν, είτανε κρατημένα χέρι χέρι και νομίζανε πως μπορούσανε να μείνουν αιώνια έτσι. Έπειτα από λίγες μέρες ο Σβεν είτανε καθισμένος κοντά στη μαμά και της μιλούσε για τη Μάρθα. Τώρα δε μιλούσε πια για τη χλόη και τάνθη, για τα πουλιά και τις πεταλούδες.

Τι να πω κ' εγώ;... Θα πιούμε άλλο; Ο Γιάννης ο Μακαρίτης έσπρωξε το ποτήρι από μπροστά του. — Δε θέλω πια. Πάω να κοιμηθώ. Θαρθής μαζί; Πήρε το δαχτυλίδι, το τύλιξε σ' ένα παληόχαρτο και τώχωσε στην τσέπη του. Σηκωθήκανε κ' οι δυο μαζί και πήραν τον ανήφορο, τρεκλίζοντας μέσα στα σκοτάδια.

Όταν περάσανε τα πενήντα χρόνια, για όσο διάστημα είχαν αγοράσει τον τόπο οι γέροι μια φορά, ήρθε ο χωρικός που τον είχε ιδιοχτησία και τον ξαναπήρε. Έδιωξε τους νέους κατόχους αποκεί. Και για αυτό γκρεμιστήκανε τα σπίτια, σηκωθήκανε τα ξύλα και το χωράφι, που φυτευότανε πρωτήτερα πατάτες, γέμισε αγριόχορτα κι αγκάθια και το μέρος φαινότανε και δω σα να το ρήμαξε η φωτιά.

Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Σαν ξαναγυρίσω τα ξαναλέμε. Με την ώρα μπήκε κι' ο καπετάν Βεκίλης. Ψηλός, γεμάτος, ηλιοκαμμένος με τα στιβάλια ως τα γόνατα. — Παπά μου, ώρα να του δίνουμε. Οι στερηές βγάλανε αέρα. Είμαστε απίκου, να σαλπάρωμε. Ύστερα γύρισε και καλησπέρισε τον κόσμο. — Καλησπέρα σας και σας αφίνομε γεια. — Κάτι βιαστικά, καπετάνιο; — Ο καιρός ορίζει. Σηκωθήκανε όλοι στο ποδάρι.

Τι τους παρακίνησε τους ΒισιΓότθους και σηκωθήκανε, καλά καλά γνωστό δεν είναι, μα δύσκολο δε φαίνεται και να το μαντέψουμε. Δεν είχανε Θεοδόσιο τώρα να τους καλοπλερώνη· δεν έγινε και το χατίρι του αρχηγού τους του Αλαρίχου που το είχε μεγάλη λαχτάρα να διοριστή Πρωτοστράτηγος. Άξαφνα λοιπόν Αλαρίχος και ΒισιΓότθοι βγαίνουν και πλημμυρίζουνε Μακεδονία, Μοισία, Θράκη.

Κι' οι άλλοι σηκωθήκανε κατά τη συβουλή του, 85 οι ραβδοφόροι προεστοί. Και πρόστρεχε τ' ασκέρι.

Είταν τα καράβια του Χοσρέφη, και καλημέριζαν τα Ψαρά την αξέχαστη εκείνη αυγή. Όλοι τους σηκωθήκανε στο ποδάρι, έξω από τον καημένο τον Παναγή· πετιούνταν από παντού να δουν τι τρέχει. Δεν περνάει πολλή ώρα και βλέπουν τούρκικες σημαίες απάνω στα βουναράκια, κατά το Φτελιά. Αυτό τους άνοιξε τα μάτια τους δόλιους τους Ψαριανούς. Σαν κοπάδι ξεκίνησαν κατά τη θάλασσα να γλυτώσουν.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν