Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Ο κλήρος όμως της Αφρικής, που άλλο δεν έβλεπε παρά τη δική του ασφάλεια, έπειτα κ' η βαθιόρριζη εκείνη λαχτάρα του Ιουστινιανού να κυριέψη τη Δύση, τον άναψαν πάλε και ξαναπήρε την πρώτη απόφαση. Αρχίζουν οι τοιμασίες, και για να μην αφήση τίποτις μισό, μόλις στα 533 ξεκίνησε ο στόλος.

Όταν περάσανε τα πενήντα χρόνια, για όσο διάστημα είχαν αγοράσει τον τόπο οι γέροι μια φορά, ήρθε ο χωρικός που τον είχε ιδιοχτησία και τον ξαναπήρε. Έδιωξε τους νέους κατόχους αποκεί. Και για αυτό γκρεμιστήκανε τα σπίτια, σηκωθήκανε τα ξύλα και το χωράφι, που φυτευότανε πρωτήτερα πατάτες, γέμισε αγριόχορτα κι αγκάθια και το μέρος φαινότανε και δω σα να το ρήμαξε η φωτιά.

Οι άλλοι αμέσως τότε το πήραν με το στόμα: Έχεις δυο μάτια όμορφα που αγγελικά κοιτάζουν κι όποιος γυρίσει και τα δει μέσ' στην καρδιά τον σφάζουν. Το είπαν το ξαναείπαν όλοι με όρεξη, με πάθος, με το πρόσωπο σουφρωμένο, με το στόμα ολάνοιχτο, με «αχκαι με «βάι, αμάνΚαι το μπουζούκι το ξαναπήρε πάλι γλυκά, απαλά με το γκρου, γκρου του. Ο μπουζουκιτζής σκυμμένος έπαιζε πάντα.

Και σαν αποτέλειωσε τον αμανέ αυτόν και σβύστηκε σα στερνός σπασμός, σαν ύστερο ξεψύχημα με βαθειά αγωνία μοροζώντανου ανθρώπου ο ύστερος τόνος, το μπουζούκι πιο παραπονεμένο, πιο ξαγριωμένο, πιο αναμμένο, ξαναπήρε σκοπό του.

Έτσι όλα ήταν ξεκάθαρα. Τα μάτια του τώρα πια διέκριναν τα πάντα: τριγύρω η σκιά από τα λάθη του, το κέντρο φωτισμένο, που ήταν η τιμωρία του Θεού επάνω του. Ξαναπήρε το δισάκι, χωρίς να πει κουβέντα, και έφυγε.

Μερικοί ισχυρίζονται ότι ο Τριστάνος εσκότωσε τον Ύβαινο: βρωμερό ψέμμα. Τέτοιος ήρωας δε θάπλωνε το χέρι να σκοτώση τέτοιο σκυλλολόι. Ο Γκορνεβάλης τον εσκότωσε μ' ένα χοντρό ξύλο, που του κατάφερε στο κεφάλι το μαύρο αίμα τινάχτηκε κ' έτρεξε μέχρι τα κακοφτιαγμένα πόδια του. Ο Τριστάνος ξαναπήρε τη Βασίλισσα, η οποία δεν υποφέρει πεια καθόλου.

Θα το ιδήτε, είπεν η Κυνεγόνδη. Αλλ' ας εξακολουθήσομε. — Εξακολουθήστε, είπε ο Αγαθούλης. Ξαναπήρε το νήμα της διήγησής της. — Τότες ένας Βούλγαρος αξιωματικός μπαίνει. Με βλέπει μέσα στα αίματα, αλλ' ο στρατιώτης δεν ταράζεται. Ο αξιωματικός θυμώνει για την έλλειψη σεβασμού, που τούδειχνε αυτός ο χτηνώδης στρατιώτης και τον σκοτώνει απάνω μου.

Ο Τζατσίντο ξαναπήρε το παιδικό του ύφος, όπως κάποτε, θλιμμένο και τρομαγμένο. «Α, όχι, όχι! Δε θέλω να έρθει!» «Δε θέλεις; Και πώς θα της το απαγορέψεις; Στο κάτω κάτω είναι η αρραβωνιαστικιά σου, υποσχέθηκες πως θα την παντρευτείς.» «Δεν μπορώ να την παντρευτώ. Αλήθεια δεν είναι ότι δεν μπορώ, Μικέλι; Δεν μπορώ και δε θέλω!

Η δεύτερη αυτή εκστρατεία του δε φαίνεται να βγήκε και πολύ λαμπρή. Μη έχοντας μήτε αρκετό μήτε καλά εφοδιασμένο στρατό εξαιτίας του δεύτερου περσικού πολέμου, έχασε τότες τη Ρώμη. Είναι αλήθεια πως πάλε την ξαναπήρε από τους Γότθους, μα στα 548 θέλοντας μη θέλοντας έφυγε από την Ιταλία.

Τότε ο Τζατσίντο ξαναπήρε κουράγιο. «Πρέπει να πεις στις θείες ότι δεν ήμουν εγώ εκείνος που σε συμβούλεψε να αναθέσεις στο θείο Πιέτρο να παραδώσει το καλάθι με τις προμήθειες. Εκείνες αυτό πιστεύουν. Πιστεύουν, και κυρίως η θεία Νοέμι, ότι εγώ γυρεύω τη φιλία του θείου Πιέτρο για να τις πάω κόντρα.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν