Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Ομολογώ, πως αν ήμουνα στη θέση σας, δε θάχα κανένα δισταγμό να παντρευτώ τον κύριο Κυβερνήτη και να κάμω πλούσιο τον κύριο λοχαγόν Αγαθούλη. Ενώ η γριά μιλούσε μ' όλη τη φρόνηση, που η ηλικία και η πείρα δίνουν, βλέπουνε να μπαίνη ένα μικρό καΐκι στο λιμάνι· έφερνε ένα δικαστή και αστυνόμους· να τι είχε συμβή.

Οι γυναίκες χόρευαν και ανάμεσά τους η Γκριζέντα με το πρόσωπο ξαναμμένο γελούσε σαν να ήταν η τρελή του πανηγυριού και ο Έφις ψιθύρισε αγγίζοντας το γόνατο του Τζατσίντο: «Αφεντικό… λέω… κοίταξε εκείνο το κορίτσι… Είναι καλό, αλλά φτωχό και έπειτα είναι και ορφανό….» «Θα την παντρευτώ», είπε ο Τζατσίντο, αλλά κοίταζε καταγής και έμοιαζε να ονειρεύεται. Κεφάλαιο έκτο

Και η γριά, ευχαριστημένη που έμαθε ότι το παλικάρι ένα βράδυ στο πανηγύρι είπε: «θα την παντρευτώ», έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα. Ο Έφις έμεινε μόνος απέναντι στο κόκκινο φεγγάρι που ανέβαινε στον ουρανό ανάμεσα στους γκρίζους ατμούς του απόβραδου, αλλά ήταν ανήσυχος.

Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας να πέσης; — Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ' αφίνεις να την πάρω ακόμα, άφησέ με να παντρευτώ τη φωτιά. Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο. Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, είτανε λυσσασμένος από τη χαρά του.

Τότε ο Έφις επανήλθε στον εαυτό του, σαν μέσα στο σπίτι της ψυχής του, και θυμήθηκε γιατί είχε έρθει. «Και όμως, Τζατσίντο, πρέπει να παντρευτείς την Γκριζέντα. Θα έρθει εδώ σε μερικές μέρες∙ μην την διώξεις, μην την χάσεις!» «Μα καλέ μου άνθρωπε! Δεν έχεις αυτιά για ν’ ακούσεις; Σου λέω πως δε μπορώ να την κρατήσω, δε μπορώ να την παντρευτώ.

Στο ζητώ στην ψυχή του αφεντικού σου.» Ο Έφις έγινε σκεφτικός. «Ναι, ένα βράδυ, στο πανηγύρι, μου είπε: θα την παντρευτώ…. Για να σου μιλήσω ευσυνείδητα όμως πιστεύω ότι δεν μπορεί να το κάνει.» «Γιατί; Αυτός δεν είναι ευγενής.» «Επαναλαμβάνω, γυναίκα. Δεν μπορεί!», είπε ο Έφις εντονότερα. «Όσο για λεφτά, έχει∙ αυτό δα φαίνεται. Ξοδεύει ασυλλόγιστα.

Αυτό εύχομαι κ' εγώ, είπεν ο Αγαθούλης· γιατί λογάριαζα να την παντρευτώ και το ελπίζω ακόμα. — Σεις, αυθάδη! του απάντησε ο βαρώνος, θάχετε την αναίδεια να παντρευθήτε την αδερφή μου, πόχει εβδομήντα-δυο γενιές! Σας βρίσκω πολύ ξετσίπωτο να τολμάτε να μιλάτε για ένα σχέδιο τόσο θρασύ!

Δεν ημπορώ να παντρευτώ, κυρά μου, πίστεψέ με, Κι’ ο Γιάννος κι’ η μαννούλα του να μη μου τώχουν κάκια.

Αλλά και όλοι του απήντων ότι ήτο εντροπή να λέγη τοιαύτα πράγματα και ότι έπρεπε να προσέχη να μη τον ακούσουν ξένοι και θα εγίνετο ο περίγελως του χωριού. Το άτοπον όμως τούτο δεν ηδύνατο να εννοήση ο Μανώλης και επανελάμβανε: — Μα γιάειντα θα με πάρουνε στανεμπαίγνιδο; Είνε ντροπή πως θέλω να παντρευτώ, σαν απού παντρεύονται όλοι;

Κάποτε όμως μαλλώνανε και τότε ο Σβεν κατέβαζε τα μούτρα κ' ερχότανε κ' έλεγε της μαμάς πως η Μάρθα είναι κακή. Κ' η μαμά του απαντούσε: — Ναι, μα αφού θα την παντρευτής, πρέπει να τα ξαναφτιάσης μαζί της. — Δε θα την παντρευτώ, έλεγε ο Σβεν. Ωστόσο ξαναφιλιώνανε, τα συμβιβάζανε, φιλιόντανε και παίζανε καλήτερα από πριν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν