United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η εποχή αυτή είταν η μόνη που μπορούσε να χαθή πραγματικά η ευτυχία μας και νομίζω πως κ' οι δυο είχαμε σε μεγάλο βαθμό το συναίστημα πως κάποιες βαρειές δύναμες παίζανε με τη ζωή μας. Πέρασε μια μέρα ολάκερη χωρίς ναλλάξουμε λέξη αναμεταξύ μας. Το βράδι όμως, που θα πηγαίναμε να κοιμηθούμε, έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλάψαμε χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε.

Καθένας κρατούσε μια ορισμένη έκφραση στο πρόσωπό του κι' ο χτυπιόμενος δε μπορούσε να καταλάβει ποιος τον χτύπησε. Στ' ώμορφο αυτό παιχνίδι ο Ρένας προσπάθησε να διακρίνει από το πρόσωπο και το σώμα αυτών που παίζανε τον τόπο της καταγωγής τους και το πρώτο τους επάγγελμα. Δυο στρογγυλοπρόσωποι μ' απελέκητο δέρμα κι' απελέκητα χαρακτηριστικά του φανήκανε σαν γεωργοί.

Επειδή δεν είτανε μονάχα οι ψευτοσόφοι, εκείνοι δηλαδή που παίζανε με τα λόγια, παρά έβγαιναν και σπουδαίοι, καθώς να πούμε ο Ολυμπιόδωρος της Αλεξάντρειας κι ο ακόμα πιο γνωστότερος Πρόκλος στην Αθήνα, γεωμέτρης, αστρονόμος, σκολιαστής, και κατά τη δική του τη φράση «όλου του κόσμου ιεροφάντης». Και ψέματα δεν έλεγε, αφού όχι μονάχα την αρχαία, μόνο και τη νέα θρησκεία την είχε μελετημένη.

Τώρα όμως φαίνονταν όλα φωτεινά, και τα χρώματα στη θάλασσα στρωτά και καλοβαλμένα. Σε κάθε κομμάτι του νερού ένα δαχτυλίδι από ήλιο· σ' αρκετό πλάτος πολλά θρύψαλα ήλιος· σε κάθε βάρκα πάλιν ο ήλιος για να λαμποκοπά στα φτερά των κουπιών, και να περνά με ασημένιες λάμες την ίδια στιγμή τη θάλασσα.. Μπροστά στην πλώρη πολλοί ναύτες παίζανε.

Κάποτε όμως μαλλώνανε και τότε ο Σβεν κατέβαζε τα μούτρα κ' ερχότανε κ' έλεγε της μαμάς πως η Μάρθα είναι κακή. Κ' η μαμά του απαντούσε: — Ναι, μα αφού θα την παντρευτής, πρέπει να τα ξαναφτιάσης μαζί της. — Δε θα την παντρευτώ, έλεγε ο Σβεν. Ωστόσο ξαναφιλιώνανε, τα συμβιβάζανε, φιλιόντανε και παίζανε καλήτερα από πριν.

Η νοσοκόμα την έβαλε στο κρεβάτι κι όταν τα παιδιά, που παίζανε όξω, γυρίσανε στο σπίτι, τα φώναξε με την ψιλή, αδύνατη φωνή τηςτην τόσο διαφορετική από την προτητερινή της βαθειά και δυνατή φωνήναρθούνε μέσα να της διηγηθούνε τι κάμανε όξω και πως διασκεδάσανε. Και κείνα αρχίσανε να λένε τόσα πολλά, που μερικές στιγμές δοκίμασα να τους πω να πάψουνε. Μα μ' εμπόδισε.

Αυτός οδήγησε πρώτα-πρώτα τον Αγαθούλη και το Μαρτίνο στην Κομεντί· Παίζανε μια νέα τραγωδία. Ο Αγαθούλης βρέθηκε καθισμένος πλάι σε μερικούς, που ξέραν από τραγωδίες. Αυτό δεν τον εμπόδισε να κλαίη σε σκηνές, παιγμένες τέλεια.

Οι νέες γυναίκες λησμονούσαν τα δικά τους παιδιά και λέγανε πως ποτέ δεν είδαν τόσο ωραίο αγόρι, τα κορίτσια τον περνούσαν από τους βράχους χωρίς να τα παρακαλέση και παίζανε μαζί του. Ο Σβεν γύριζε αδιάκοπα στον ήλιο και μαύρισε και δυνάμωσε στον αέρα αυτόν, όπως ποτέ άλλη φορά.

Ο καυγάς άναψε: Ο Μαρτίνος αρπάζει τον παπά από τον ώμο και τον πετάει όξω· αυτό προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο και τους κάνανε αγωγή. Ο Αγαθούλης έγιανε· και κατά την ανάρρωσή του είχε πολύ καλή συντροφιά στο φαγητό του. Παίζανε δυνατό παιχνίδι. Ο Αγαθούλης απορούσε πολύ, πώς ποτέ δεν του ερχόντανε οι άσσοι· ο Μαρτίνος δεν απορούσε καθόλου!

Διηγότανε μονάχα τι είπε η Μάρθα και πώς παίζανε καλά μαζί. Μια μέρα του είπε η μαμά: — Την αγαπάς πολύ τη Μάρθα; Κι ο Σβεν τέντωσε το κάτω αχείλι κι απάντησε: — Δεν ξέρεις πως η Μάρθα είναι αρρεβωνιαστικιά μου; — Μα αυτό δε μου το είπες, απάντησε σοβαρά η μαμά. — Πρέπει όμως να το ξέρης· θα παντρευτούμε, είπε ο Σβεν. — Πότε θα παντρευτήτε; ρώτησε η μαμά. — Άμα μεγαλώσουμε, απάντησε ο Σβεν.