United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αιστάνουμαι πως δε θα λάβω ποτέ καιρό να θρηνήσω όπως ήθελα το μικρό αγόρι μου με ταγγελικά μάτια κι ολομόναχος γονατίζω εμπρός στην κάσα του, εγώ, που δε γνωρίζω μπροστά σε ποιόνε γονατίζω και σε ποιον προσεύχουμαι. Μα όξω στο νεκροταφείο είναι ένα μικρό μνήμα.

Είναι ο Φλόκι, που θέλει να συνοδέψη τον αφέντη του. Είναι ήσυχος σύντροφος στον ύπνο και δεν ενοχλεί κανέναν. Έπειτα κοιτάζει αν το αγόρι της είναι ξαπλωμένο καλά και του ισιάζει το κρεββάτι, σα να θέλη να της ραγιστή η καρδιά, και του φιλεί τα παγωμένα χείλη. Έπειτα φεύγει και γω στέκω μόνος με το σκέπασμα, που, όπως της έταξα, πρέπει να το καρφώσω μόνος.

Η παπαδιά, ήτις ήγγιζεν ήδη το πεντηκοστόν, και τον είχε μόνον και υστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων επιζώντων κορασίων, ων αι δύο πρώται ήσαν υπανδρευμέναι ήδη, και μετά οκτώ γέννας, ων αι δύο διδύμων, και πέντε θανάτους, η παππαδιά είχε τάξει, αν εγλύτωνε το αγόρι της, να υπάγη του χρόνου να λειτουργήση τον Χριστόν.

Τον κοιτάζει ο Ηλίας με σοβαρή και συγκινημένη ματιά, και του κάνει βαθύ τεμενά. Ο πονηρός ο Αγάς τόνοιωσε με τι λογής αγόρι είχε να κάνη. — Αυτός είνε του πατέρα του γυιος, είπε. Εδώ χρειάζεται υπομονή και καιρός. — Καλά, Ογλούμ, του λέει, απ' αύριο αρχινούμε.

Κ' έπειτα δε μίλησε πια, παρά κύτταζε μπροστά του. . . Είναι άνθρωποι που ζούνε σα χόρτα και κοτρώνια-ζουν και δε μιλούνε, μόνο βλέπουν τη ζωή τους σαν τα χόρτα και τα κοτρώνια : τη βλέπουνε σε μεγαλύτερο βάθος, με περισσότερη ένταση από εκείνους που ξεφωνίζουν και ξέρουν και λεν το τι αισθάνονται- γιατί μπορεί και λέγεται με λόγια. . . Κύττα λοιπόν κ’ εσύ, αγόρι μου, τον άσπρο γύρο τον κολλαριστό του νυφικού σου κρεββατιού και μέτρα τις θηλειές της χερόπλεχτης νταντέλλας κάτω-κάτω ! Κύττα μια μεγάλη άρρωστη μύγα, που δεν πέθανε το χειμώνα, πως πετάει, βαριά, με βόμβο μονότονο από το τζάμι στην πλεχτή κουβέρτα και πίσω!

Οι νέες γυναίκες λησμονούσαν τα δικά τους παιδιά και λέγανε πως ποτέ δεν είδαν τόσο ωραίο αγόρι, τα κορίτσια τον περνούσαν από τους βράχους χωρίς να τα παρακαλέση και παίζανε μαζί του. Ο Σβεν γύριζε αδιάκοπα στον ήλιο και μαύρισε και δυνάμωσε στον αέρα αυτόν, όπως ποτέ άλλη φορά.

Μα του Διός αν σεβαστείς τις κόρες σα ζυγώνουν, τότες σ' ακούν τη δέηση, μεγάλα σ' ωφελούνε· μα χάρη όπιος τους αρνηθεί κι' όχι τους λέει με πείσμα, 510 παν τότες και περικαλούν το γιο του Κρόνου Δία να σμίξει με τη Φρένια αφτός, για να βλαφτεί και πάθει. Μον τίμα, αγόρι μου, κι' εσύ τις κόρες του μεγάλου Διός, που λύγισαν πολλών νου φρόνιμο στον κόσμο.

Ένα αγόρι βόσκοντας εκεί σιμά βόιδια, όμορφο κι αυτό και τραγουδιστής σαν την κόρη, παραβγαίνοντας στο τραγούδι έδειξε φωνή, πιο δυνατή σαν άντρας που ήταν και γλυκιά σαν κορίτσι. Κι αφού ξελόγιασε από τα βόιδια της οχτώ τα καλλίτερα, τάσυρε στο δικό του κοπάδι.

Τα ορφανά μου τα παιδιά, σ' εσέ, ω θεά, ταφήνω να γίνης συ μητέρα τους, κι' όταν η ώρα έλθη δώσε στ' αγόρι σύζυγον, όπου να του ταιριάζη, και δώσε και της κόρης μου τον άνδρα, που της πρέπει. Προστάτευσε τα, δέσποινα, να μη χαθούν κ' εκείνα, όπως εγώ η δύστυχη, απάνω στον ανθό τους, αλλά να ζήσουνε πολύ, και να πεθάνουν γέροι στον τόπο που γεννήθηκαν, στο χώμα της πατρίδας».

Όταν παντρεύτηκε, ορφανή κ' έρημη, ένα όμορφο κι' άξιο παλικάρι, είπε πρώτη φορά μέσα της με καμάρι: «Ας μου χαρίση ο Θεός τον καλό μου και να ξεχάσω όλες τις πίκρες μου». Σα να στραβοάκουσε ο Θεός την προσευχή της, μέσα σε δύο χρόνια της τον πήρε αφίνοντάς την χήρα με δυο ανήλικα παιδιά, ένα κοριτσάκι κ' ένα αγόρι. «Δόξα σοι ο Θεός και μη χειρότερα», είπε.