United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και χωρίς να γνωρίζη την γνώμην του ανεψιού της, εφάνη πρόθυμος να δεχθή τα δώρα, ως άλλοτε. Πλην ο Στεφανάκης είχεν αποφασίσει να μη δεχθή πλέον δώρα και γλυκύσματα. Ήτο πονηρός ο μονόχειρ.

Σας βαραίνει το δισάκι; Είναι γεμάτο χρυσάφι; Κάνατε περιουσία στα κρυφά∙ πονηρός που είστεΚάθισε και ακούμπησε το δισάκι καταγής, και κοίταζε την Γκριζέντα, και η Γκριζέντα τον κοίταζε πονηρά δίνοντάς του να καταλάβει ότι ήξερε την αλήθεια. «Όμως κι εμείς, μπαρμπα-Έφις, κι εμείς, εγώ και ο Τζατσίντο, κάτι θα κάνουμε.

Όταν δε πολλάκις το ίδιον πάθημα υποφέρων ο πονηρός ίππος παύση από την υβριστικήν επιθυμίαν του, ταπεινωμένος ακολουθεί πλέον την διεύθυνσιν του ηνιόχου, και όταν ίδη πάλιν τον ωραίον, χάνεται από φόβον· ώστε τότε μόνον συμβαίνει η ψυχή του εραστού ν' ακολουθήση τον αγαπώμενον εντροπαλή και δειλή!

Η άρρωστη άρχισε νανεβαίνη στο βράχο κιο Δρακογιώργης αφήκε πάλι τη δουλειά τον και μουρμούρισε: — Είντα πάει 'κειά πάνω να κάμη; Εκουζουλάθηκε; Να πάω θέλω 'γώ να δω. Αλλά πονηρός διαλογισμός τον μπόδιαε με άλλη και πειο δυνατή περιέργεια.

Πίσω την αίθουσάν του ωσάν ένα μικρόν ναΐσκον είχε στολισμένην· και το καντηλάκι του έκαιεν ακοίμητον προ των αγίων Εικόνων. Ένας πονηρός μάγειρός του εβεβαίωσεν ότι, αφ' ότου απέθανεν η κυρά Καπετάνισσα, μία χαριτωμένη αρχόντισσα, κρυφά από το πλήρωμα εφορούσε καλογηρικόν σκούφον πίσω εις την πρύμνην κατά την ώραν της προσευχής του, τα μεσάνυκτα.

Και αφού εξαρτάται από ημάς να εκτελούμεν τα καλά και τα ποταπά έργα, και από ημάς επίσης να μη τα εκτελούμεν, αυτό δε εννούσαμεν, όταν ωρίζαμεν τον αγαθόν και τον κακόν, έπεται ότι εξαρτάται από ημάς να είμεθα καθώς πρέπει ή μηδαμινοί. Ο δε στίχος ο οποίος λέγει Ποιός θέλει νάναι πονηρός, και ποιός δεν θέλει άγιος; φαίνεται εις το δεύτερον μεν μέρος αληθής, εις το πρώτον όμως ψευδής.

Αυτός ο πονηρός και πανούργος γνωρίζοντας τον Μπρακμάνον που όντας γηραλέος δεν ήτον ο επιτήδειος να ευχαριστά τελείως την αγαπητικήν του, και να την κάνη να του είνε πιστή, με το να ήτον τόσον ωραία και έξυπνη, ηθέλησε και απεφάσισε, που να μην κυττάξη κόπον και κίνδυνον διά να τη ξεσκεπάση με κανέναν κρυφόν αγαπητικόν, που αυτός υπώπτευε.

Ο δε πονηρός υιός της Σεμέλης, βλέπων τον μείρακα ταξινομούντα τα βέλη του, και γνωρίζων εκ φήμης την δύναμιν αυτών, εφάνη μεν συγκινηθείς εκ των παθημάτων του μικρού του συναδέλφου, αλλά της προσποιητής του συμπαθείας κρύφιος λόγος ήτο να ανταλλάξη αυτήν προς έν των βελών εκείνων, ίνα το μεταχειρισθή εγκαίρως κατά της φιλαρέσκου και ερωτοτρόπου μητρός του.

Μια μέρα τη βρήκα που έκλαιγε και με φωνή, που δεν είτανε πια δική μου, φώναξα: — Πόσο νομίζεις πως μπορώ να το υποφέρω αυτό; Την ίδια στιγμή που τα είπα, μετάνοιωσα για τα λόγια μου και ποτέ δε θα ξεχάσω την έκφραση του τρόμου, που πέτρωσε το πρόσωπό της. — Τι εννοείς; είπε. — Εκείνο που λέω. Είτανε σα να μίλησε με το στόμα μου κάποιος πονηρός δαίμονας, που δεν μπόρεσα να τον κρατήσω.

Ο καπετάν-Γεώργης, ούτως εβαπτίσθη εν τη συμμορία, ήτο ανήρ τεσσαράκοντα ετών, μαυριδερός με ωραίον μαύρον μύστακα, τολμηρός εν ειρήνη και πρωτοπαλλήκαρο εις το πλιάτσικο, πονηρός όμως και πολυμήχανος.