United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προ πολλού είχε τελειώσει ο όρθρος, τινές δε των μοναχών λίαν πρωί είχον εξέλθει εις τους κήπους και τας αμπέλους προς εργασίαν. Ο μαυριδερός αρχηγός καθήσας σταυροποδητεί επί του μενδερίου και θωπεύων τον μαύρον αυτού μύστακα εζήτησε πάραυτα τον ηγούμενον.

Ολίγας ημέρας ύστερον, μίαν Κυριακήν περί τα τέλη Αυγούστου, ο Παρρήσης ο καλλιεργητής του σικυώνος, καλόκαρδος, άφροντις, μελαψός, με μακράν την φούνταν του φεσιού, κρεμαμένην επί του ώμου, και ο Λούκας ο εκμισθωτής της λίμνης, υψηλόκορμος, με μακρά σκέλη, με λινόχρουν τον μακρόν πέραν των ώτων μύστακα με αστακού βρασμένου τον χρώτα του προσώπου, είχαν καθίσει, καθώς πολύ συχνά το εσυνήθιζαν, «να το κλάψουν» ολίγον παρά το χείλος της λίμνης, υπό την δροσεράν αναδενδράδα, έξωθεν της καλύβης των.

Πάσαν συμπλοκήν του μετά ληστών, ευφάνταστος ων, εμεγαλοποίει εις μεγάλην αιματηράν μάχην· και δι' ενέργειαν εκλογών αποστελλόμενος εισήρχετο εις τας επαρχίας εν θριάμβω ως εν καταλήψει εχθρικής χώρας, με το ωραίον παράστημά του, με τον δασύν του πώγωνα, τον μαύρον μύστακα, και τους μαύρους του οφθαλμούς.

Ο πλοίαρχος, κοντός, χονδρός, ορθογώνιον τμήμα στερεοποιηθέντος σώματος, με χείρας χονδράς, επικαμπείς ως χηλάς καβούρας, με πρόσωπον πλατύ, με τον μύστακα ένθεν κ' ένθεν ως τα δύο του αλφαβήτου πνεύματα, ευχαριστημένος διότι τα πανιά εδούλευαν, ανοίξας τα δεφτέρια του, εξετάζει τους λογαριασμούς του.

Πάλιν η χειρ μου υψώθη προς τον μύστακα μου, αφού την φοράν ταύτην τουλάχιστον, αν δεν εξελαμβανόμην εφευρέτης του ρεπορτάζ, εγινόμην όμως ίσος με τον Ηρόδοτον, αλλ ο κ. Ψυχάρης εξηκολούθησε. — Και τώρα τι γυρέβετε από μένα; Πρόθυμος να το κάμω.

Αφού δε τα παιδία ετραγάνισαν και το έσχατον φαγώσιμον οστούν του ταβά, σκυθρωπάζοντος ευλόγως του παρισταμένου μολοσσού, εις ον σκληρός απέμεινε κλήρος ό,τι μόνον απρόσιτον εις παίδων οδόνταςκαι αποσμήχοντα διά ψωμίου το πήλινον σκεύος εγάνωσαν αυτό λάμπον και στίλβον, ο κυρ Δημήτρης εμοίρασεν ακριβοδικαίως τα τρωγάλια εις τα τέκνα του, εστράγγισεν εις το ποτήριόν του το κατάλοιπον της μελαψής φιάλης, και σπογγίσας διά της παλάμης τον μύστακα, είπεν εις την σύμβιόν του εν αληθεί ευφροσύνη·

Εγώ; ... «συνελήφθη ο διαβόητος λωποδύτης»... «Ο δραστήριος αστυνόμος κατέσχε χθες»... — Καλά ... έχουμε και στη Γαλλία και στην Αμερική ρεπορτέρηδες, μα στην Ελλάδα πρωτοβγήκαν αφτοί. Η χειρ μου ακουσίως εφέρθη προς τον μύστακά μου, αλλά ο κ. Ψυχάρης μου έκοψε το... χέρι. — Και βέβαια! Πρώτος reporter, που λένε σήμερις, στάθηκε στον κόσμο ο Ηρόδοτος. — Ο Ηρόδοτος!

Όλοι δ' εσιώπησαν χάσκοντες εις το τέλος, από την ευχαρίστησιν, και αυτή η Μαριγούλα εσίγησε θαμβωθείσα και αυτή. — Γεια σου κώτισσα! Ανεκραύγασεν ο ναύκληρος ο Γιάννης ο Μπύρρας στρίβων τον λευκόν μύστακά του. Αλλ' ο γέρω-Μπούμπας, ανάποδος πάντοτε, λαβών τέλος μέρος εις την ναυτικήν παρέαν επέκρινεν: — Η νισυριαίς γνέθουνε καλλίτερα από της κώτισσαις . . .

Ποίος πηγαίνει; Εστράφην έκθαμβος προς αυτόν. Είκοσι περίπου νέοι έδραμον εις την φωνήν του εκ των βράχων, όπου εξηκολούθουν οι τουφεκισμοί και αι κραυγαί. Μειδίαμα κρυπτόμενον υπό τον μύστακα του γέροντος εφαίδρυνε το πρόσωπόν του. — Μόνον πέντε είπε. Τραβήξετε τον κόμπον.

Με την χιονιά, με την τρικυμία με τους ύμνους των αρμένων μας, με της θάλασσας τα λιβάνια, με της λαμπάδαις του μαΐστρου, που φέγγουν ψηλά, από τα ουράνια, και φωτίζουν σε μια στιγμή όλην την πλάσιν, στεριαίς και πέλαγα. Και αγαλλόμενος όλος, με λάμψιν εις τα μάτια του χαράς, εκραύγαζε, στρίβων τον λευκόν του μύστακα: — Χριστός γεννάται, βρε παιδιά! Συντροφιά με την θάλασσαν!