United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρκει μόνον να σου περιγράψω την εκλογικήν εκστρατείαν των υποψηφίων μας βουλευτών, τα γλυκερά των μειδιάματα, τας μελισταγείς των θωπείας και τας χονδράς των υποσχέσεις, αίτινες κατά τούτο και μόνον διαφέρουσιν από τας υποσχέσεις των εκλογέων, ότι είνε κάπως μεγαλείτεραι κατά το περιέχον και κενότεραι επομένως κατά το περιεχόμενον.

Θ' αρκεσθώμεν εδώ εις ένα μόνον παράδειγμα, διότι η εξέτασις της ως άνω τεθείσης αρχής καθ' όλην την έκτασιν της εφαρμογής αυτής εις τας λεπτομερείας θα ήτον έργον ειδικής μελέτης υπερβαινούσης τα στενά όρια ενός προλόγου, όστις σκοπόν έχει να δώση εις χονδράς γραμμάς ιδέαν, όσον το δυνατόν περισσότερον εύληπτον και απηλλαγμένην από τα σκότη της μεταφυσικής, της σημασίας του έρωτος εις την πλατωνικήν φιλοσοφίαν.

Η κυρία Περδίκη αφήνει την επιφυλλίδα της «Εφημερίδος», η Ασπασία την επιφυλλίδα της «Στοάς», ο Τηλέμαχος, . . δεν αφίνει το σιγάρον του, εγείρονται δε και οι τρεις και κυκλούσι τον Περδίκην, και σύρουσιν αυτόν, η μεν από της χειρός, η δε από του επενδύτου του, και ο χαριέστατος κληρονόμος του πατρικού ονόματος και των πατρικών αρετών από της χονδράς αλύσεως του ωρολογίου του.

Κ' επλήρωσε μικρά ποτήρια εκ του αποσταλέντος υπό του πλοιάρχου ποτού. Ήσαν εκεί γύρω και άλλοι ακόμα, όλοι οι ναύται, εννέα εν όλω. Ήτο ο Γρούτσος, με τας χονδράς του χείρας, αθλητικώτατος, κρυωμένος ολίγον και βήχων. Ήτο ο μπάρμπα-Γιαννιός, αγαπών να κάμνη τον φραντσέζον, με το τσιμπουκάκι του πάντοτε εις το στόμα.

Εγνώριζεν ότι ο Χοπ-Φρωγκ εμίσει το κρασί, διότι το κρασί διήγειρε τα νεύρα του πτωχού καμπουράκου μέχρι τρέλλας, και η τρέλλα δεν έχει τίποτε το εξαιρετικώς ευχάριστον. Αλλ' ο βασιλεύς αγαπούσε τας χονδράς φάρσας, και δι' ατομικήν του ευχαρίστησιν έδωκε να πίη ο Χοπ-Φρωγκ . . . διά να τον «ευχαριστήση», όπως έλεγεν.

Το ά λ λ ο ς δ ι ά κ ά τ ω δεν ακούεται πλέον, διότι αι Αθήναι έχουσι σιδηρόδρομον, δέκα όλων χιλιομέτρων. Αι συναναστροφαί αρχίζουσι σήμερον ότε ετελείονον άλλοτε, οι δε αστυνομικοί κλητήρες δεν φέρουσι πλέον ράβδους χονδράς αλλά προφυράς εφεστρίδας.

Δεν ελησμόνησε τα δίτροχα μικρά αμάξια της αγοράς, ουδέ το: ά λ λ ο ς δ ι ά κ ά τ ω! των αμαξηλατών, οίτινες επί ώρας μακράς ηγωνίζοντο να συμπληρώσωσι διά τον Πειραιά το έμψυχον αυτών φορτίον. Ενθυμείται ακόμη τας χονδράς ράβδους των αστυνομικών κλητήρων και τον κυανόλευκον χρωματισμόν των, και την κεχαραγμένην επ' αυτών Ι σ χ ύ ν τ ο υ Ν ό μ ο υ. Ενθυμείται, . . . και τι δεν ενθυμείται!

Τότε τινές, ιδίως εκ των ναυτών, εκπλαγέντες από την προπετή πρόκλησιν, ήρχισαν να ετοιμάζουν τας χονδράς εξ ελαίας ράβδους των, νομίσαντες ότι θ' αρχίση αληθής πάλη προς εκβίασιν της εισόδου.

Μόλις είχομεν απογευθή, ότε η θύρα εκρούσθη. ― Οι δημογέροντες θα είναι! λέγει ο Παντελής. Ήσαν τω όντι του χωρίου οι δημογέροντες. Εισήλθον κρατούντες χονδράς ράβδους αξέστους, μας εκαλησπέρισαν, εκάθησαν επί των σκαμνιών τα οποία επρόσφερεν η πρόθυμος Παρασκευή, εκαθήσαμεν και ημείς και εμένομεν όλοι σιωπώντες.

Ολίγαι στιγμαί θα παρήρχοντο ακόμη, και ο μεν μελίσσης καί ο μαυρομμάτης, απολυόμενοι προς ώραν του ζυγού, θα έβοσκον μακαρίως παρά τας χονδράς και οζώδεις ρίζας των ελαιών, ο δε ζευγηλάτης και ο βοηθός του, θα παρεκάθιζον επιφθόνως υπό το ευλογημένον φύλλωμα, και θα επειρώντο εγγύτερον της χύτρας.