United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδέχετο δε εξαιρετικώς κατ' εκείνην την ημέραν η Διαμαντηρείζενα όλους τους επισκέπτας, όλον το χωρίον, σχεδόν χωρίς να μορφάζη. Την ημέραν εκείνην έκαμνε θυσίαν το κάτω πάτωμα της οικίας της.

Ο δε ρήτωρ στραφείς τον είδε και από της στιγμής εκείνης ο πόλεμος εκηρύχθη μεταξύ των. Κατόπιν ήλθεν η πρώτη του έτους ή μάλλον η τρίτη ημέρα της μεγάλης νουμηνίας ότε οι Ρωμαίοι, κατ' αρχαίον έθιμον, κάμνουν ευχάς δι' όλον το έτος και θυσίας, τας οποίας εκανόνισεν ο βασιλεύς Νουμάς. Πιστεύουν δε ότι οι θεοί κατ' εκείνην την ημέραν εξαιρετικώς εισακούουν τας ευχάς των ανθρώπων.

ΣΩΚΡ. Δεν είνε μεγάλο, αλλά μεγάλως ετιμήθη διά την φιλανδρίαν της υπό των θεών διότι όταν τα πτηνά αυτά γεννούν ο κόσμος διέρχεται τας Αλκυωνίδας λεγομένας ημέρας, αι οποίαι αν και συμπίπτουν με το μέσον του χειμώνας είνε εξαιρετικώς καλοκαιριναί, τοιαύτη δε κατ' εξοχήν είνε και η σημερινή.

Αλλά τότε πώς να εξηγήσωμεν την χαμηλήν φωνήν, τον εξαιρετικώς χαμηλόν τόνον των μυστηριωδών λόγων τους οποίους η κυρία αύτη επανελάμβανεν εν βία, όταν τον απεχαιρέτα; — Ενίκησες! . . Μίαν ώραν μετά την ανατολήν του ηλίου . . . θα ενωθώμεν! . . . Έστω! . . . Ο θόρυβος είχε καταπαύσει. Τα φώτα απεμακρύνθησαν και εξηφανίσθησαν εις το εσωτερικόν των ανακτόρων.

Εξαιρετικώς δε εκείνην την ημέραν και την νύκτα πρέπει να απέχουν από αυτά τα πράγματα. Διότι η καλή αρχή και ο θεός πρωτοστατούν εις τους ανθρώπους και σώζουν τα πάντα, εάν απολαμβάνουν από έκαστον την αρμόζουσαν εις αυτούς τιμήν.

Άρα γε λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, κατά πρώτον μεν εις τα τοιαύτα πράγματα δεν είναι φανερόν ότι ο φιλόσοφος χωρίζει όσον το δυνατόν περισσότερον την ψυχήν από την συγκοινωνίαν με το σώμα, εξαιρετικώς από τους άλλους ανθρώπους; Είναι φανερόν, είπεν ο Σιμμίας.

Ο γίγας καθίστατο προσφιλής εις το πλήθος εκείνο το εξαιρετικώς έκθαμβον εκ της φυσικής σωματικής ρώμης, καθίστατο το πρώτον πρόσωπον εις την Ρώμην. Ο Ούρσος ενόησεν ότι ο λαός εζήτει δι' αυτόν την ζωήν και την ελευθερίαν. Αλλά διά τούτο δεν εφρόντιζε.

120. «Τους μεν Λακεδαιμονίους, ω γενναίοι σύμμαχοι, δεν δυνάμεθα πλέον να κατηγορώμεν ότι δεν απεφάσισαν αυτοί τον πόλεμον, καθ' όσον μας εκάλεσαν εδώ σήμερον προς τούτο· διότι ούτω πρέπει οι αρχηγοί, τα ιδιαίτερα συμφέροντα ίσα και αμερόληπτα διαχειριζόμενοι, να φροντίζουν εξαιρετικώς περί των κοινών, αφού εις τας άλλας διακρίσεις αυτοί προ πάντων προτιμώνται.

Ενώ όμως ωμίλουν και αφού ακόμη ετελείωσα, δεν έπαυεν ο νεκροθάπτης να με παρατηρή από κορυφής μέχρι ποδών, μετ' επιμονής την οποίαν δεν ηδυνάμην να εννοήσω, αφού ουδέν βεβαίως έχει το εξαιρετικώς περίεργον ή αξιοθέατον το υποκείμενόν μου. Η απορία μου ηύξησεν έτι μάλλον, όταν αίφνης με ηρώτησε με πολλήν οικειότητα·Δε με θυμάσαι;

Εγνώριζεν ότι ο Χοπ-Φρωγκ εμίσει το κρασί, διότι το κρασί διήγειρε τα νεύρα του πτωχού καμπουράκου μέχρι τρέλλας, και η τρέλλα δεν έχει τίποτε το εξαιρετικώς ευχάριστον. Αλλ' ο βασιλεύς αγαπούσε τας χονδράς φάρσας, και δι' ατομικήν του ευχαρίστησιν έδωκε να πίη ο Χοπ-Φρωγκ . . . διά να τον «ευχαριστήση», όπως έλεγεν.