United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα θαρθή ο πατέρας σας . . . όπου είνε, έφτασε. Να κάμετε φρόνιμα . . . Θα σας φέρη καλούδια . . . Στραγάλια και μύγδαλα. — Ταάλια κη μύλαλα! επανελάμβανεν ο Μανώλης με το στόμα ανοικτόν. Εν τούτοις παρήρχετο η ώρα και ο Αγάλλος δεν εφαίνετο.

Πάει! Σκοτώθηκεν! Επανελάμβανεν έκφρων η γραία. Τι να γένω! Μετά τινας στιγμάς όμως συνήλθεν εις εαυτήν η Δεσποινιώ. Πλην δεν ηδύνατο να μετακινηθή εκ του εδάφους.

Αι άλλαι έβλεπον τον πρεσβύτην καταγινόμενον ν' ανοίξη το δοχείον. — Εδώ σας λέγω είνε η τύχη σας, επανελάμβανεν ο γέρων. Οποιανού είνε, εδώ είνε η μοίρα σας. — Παληό πράμμα! εθαύμαζεν η Γερακούλα. Τώρα δεν φκιάνουν τέτοια γερά! Κύττα χόνδρος! Κύττα σκαλίσματα εύμορφα! Το επικάλυμμα έφερεν ανάγλυπτον τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου.

Την στιγμήν εκείνην είδε τον φανόν της το παιδίον του ποιμένος· και μετ' ολίγον εισήρχετο εις το φρούριον η γραία, τρομάξασα, ως είδομεν, όπου δεν έπρεπε να τρομάξη. Αλλ' είπομεν ότι μερικά πράγματα είναι αλλόκοτα. Τώρα λέγομεν ότι πολλά είναι τοιαύτα. — Η γρηά το Καράβι! επανελάμβανεν ο παις κρατών την λύραν του. Καλώς τηνε την Γρηά το Καράβι.

Επανελάμβανεν η γρηά-Κυρατσού. Και εξηκολούθει τους θαυμασμούς της διακόπτουσα τας συκοφαντίας. — Χρυσός άνθρωπος! Μάλαμα άνθρωπος! Σαν την χρυσή καδένα του! Αληθώς ο Λαλεμήτρος ήτο χρυσούς και άδολος χαρακτήρ. Κατ' αρχάς εν Νέα Υόρκη επώλει, παρά την γέφυραν, άνθη εις τους διαβαίνοντας, επιτυχών την θέσιν ταύτην τη άδεια της αστυνομίας.

Ωχ! έκλαιεν ακόμη θρηνών ο ρινόφωνος γραμματεύς και οικονόμος πάτερ-Σισώης, κλειδωμένος εν τω κενώ ταμείω. Και αντήχει γοερώς η φωνή του εις την έρημον κόρδαν των κελλίων ως νυκτικόρακος στεναγμός. — Μας επρόδωσαν, κύριε δήμαρχε! επανελάμβανεν ο γέρων αρχοντάρης. Μας επρόδωσαν! Τα εγνώριζον όλα. Ακόμη και τα κλειδιά, τα οποία είχον εις τον κόρφον μου!

Μου τα είπεν όλα αυτά, επανελάμβανεν ο πνευματικός, και ότι, εντρεπόμενος τον πατέρα του, ήθελε να επανέλθη με μίαν τουλάχιστον σκούνα, δι' αυτό κ' εβράδυνεν.

Απ' εναντίας μου επανελάμβανεν ότι ο Χριστός ήτο Θεός αγαθός και ότι βάσις της διδασκαλίας του ήτο η αγάπη. Η ευαίσθητος ψυχή μου δεν ηδυνήθη να αντιστή εις τοιαύτην διδασκαλίαν. Ηγάπησα τον Γλαύκον και έδωσα πίστιν εις αυτόν. Εμοίραζα μαζί του κάθε ξηρόν τεμάχιον άρτου και κάθε νόμισμα.

Αλήθεια όμως το νέον όνομα δεν είχε περισσοτέραν αρχοντιά; Η χήρα το επανελάμβανεν επισύρουσα την φωνήν, διά να δείξη όλην του την μουσικήν και την ευγένειαν. Έπειτα σείουσα την κεφαλήν έλεγεν: — Είντα λέμε κ' εμείς πως ζούμε στον κόσμο και κάνομε! Να την ακούσετε να σάςε δηγάται τςη χώρας τα καλά και τς' αρχοντιές και να στουπίρη ο νους σας!

Καλύτερα, μαννούλα μου, οπού όλο βρέχει και χιονίζει, και κάθομαι κοντά σου, εις την παραστιά . . . — Την ευχίτσα μου νάχης, παιδί μου. Δεξιά και αριστερά! . . . επανελάμβανεν η γερόντισα αντί πάσης άλλης ομιλίας.