United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ερχομένη η νύκτα, εις την τρίτην ώραν της νυκτός έρχεται ο Χόντζας, και κτυπά εις την πόρταν και η σκλάβα ανοίγοντάς του τον έφερεν εις την κυράν της· ερμηνεύοντάς τον εις την στράταν, ότι θα κάμη απογάλι διά να μην εξυπνήση ο Βανάης, και τους αγροικήση.

Έπειτα είπε: — Δε μπορεί να γενή αυτό, Μανωλιό, μόνο να κάμης απομονή, ετσά που κάνω κ' εγώ. Δεν είνε καλό να πάμε ανεβουλής τω γονέω μας, γιατί θα μάςε καταραστούνε και δε θα δούμε χαέρι και προκοπή. Η νέα αντίρρησις της Πηγής έφερεν εις στιγμιαίαν αμηχανίαν την ρητορικήν του Μανώλη. Αλλ' έπειτα είπε: — Δε θα 'μάςε καταραστούνε γιατί μας αγαπούνε.

Επιστρέψας εις την Αίγυπτον, ετιμώρησε τον αδελφόν του και μετεχειρίσθη το πλήθος των ανθρώπων τους οποίους έφερεν από τας κατακτηθείσας χώρας διά να σύρωσι τους μεγίστους λίθους οίτινες επί της βασιλείας τούτου μετεφέρθησαν εις τον ναόν του Ηφαίστου.

Ο δε βασιλεύς όλος γεμάτος από χαράν διά την καλήν ελπίδα, επήρε τον Δερβύσην και τον έφερεν εις τον υιόν του, του οποίου ευθύς που του εδιάβασε μίαν προσευχήν, το βασιλόπουλο άρχισε να μιλή και να σηκώνεται από το κρεβάτι γερό, ωσάν να μη είχε ποτέ τίποτε.

Παππαδιά, είπεν, η δε φωνή του έτρεμεν ολίγον. Το καλυμμαύχι και το ράσον μου. Υπήκουσεν εκείνη σιωπώσα και έφερεν εκ του κοιτώνος τα ζητηθέντα. — Δεν θα κάμης πεζός τόσον δρόμον, παππά μου, υπέλαβε θωπευτικώς. — Όχι, όχι, είπεν ο Γεροθανάσης. Πηγαίνω να εύρω κτήμα, κ' έρχομαι αμέσως να τον πάρω. — Θα έλθης μαζή μου; ηρώτησεν ο ιερεύς. — Και βέβαια!

Ιδού λοιπόν με ολίγας λέξεις. Όταν ο Π. εβεβαιώθη περί της συμφοράς του, ηκολούθησαν σκηναί σπαραξικάρδιοι. Η σύζυγός του πράγματι μετά τινας ημέρας έφερεν εις φως έν αγοράκι. Ο Π. δεν είχε το θάρρος να εισέλθη εις τον κοιτώνα της. Έκλαιε και εκόπτετο, όταν δ' εκείνη ανέλαβε, τον προσεκάλεσε και έπεσεν εις τους πόδας του οδυρομένη.

Παρά τω Ιούδα, ως παρά πολλοίς άλλοις, η διάνοιξις εκείνη των οφθαλμών ήτις ακολουθεί μετά την διάπραξιν φοβερού αμαρτήματος, εις ό πολλαί άλλαι αμαρτίαι ωδήγησαν, τον έφερεν από της τύψεως του συνειδότος εις την απόγνωσιν, από της απογνώσεως εις την απόνοιαν, από της απονοίας εις την αυτοχειρίαν.

Τα σαράντα καμήλια τα έβγαλα από το αχούρι μου, έκαμα να αγοράσουν τες πραγματείες που ήτον φορτωμένα, και ο επιστάτης που σου τα έφερεν ήτον ένας ευνούχος μου, που ποτέ δεν έβγαινεν από το παλάτι μου.

Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ' ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του . . . Είχε πρόσφατον πένθος. — Αχ! Τώχασα το καϋμένο μ', το ευάγωγο, τώχασα!

Αλλά διηγήσου μας ποίος είσαι και πώς η τύχη σ' έφερεν εδώ.