United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διασκεδάζουν . . . . δεν κάμνουν κακόν. Τι σε πειράζουν; — Με ανησυχούν. . . . τι άλλο θέλεις να με πειράξουν; απήντησεν εκείνος, αναγινώσκων πάντοτε. — Εγώ τους ζηλεύω, να σου ειπώ, υπέλαβε μετά μικρόν η κυρία Μαρή, πλησιάζουσα εις τον σύζυγόν της και θωπεύουσα ηρέμα τον επί της εφημερίδος κύπτοντα τράχηλόν του. — Τι σου ήλθεν; είπεν εκείνος αναβλέπων.

Τι στέκεσαι τώρ' αυτού; Τελείωσες; έλα μέσα! — Μη φωνάζης! υπέλαβε σιγά σιγά και πάλιν ο κυρ Δημήτρης, ιστάμενος πάντοτε επί της φλιάς της θύρας. Κοιμήθηκαν τα παιδιά; — Σε καλό σου! κοιμήθηκαν βέβαια. Τι θα πη αυτό; Τι ρωτάς; Τι σου ήλθε; — Μεγάλα πράγματα, Μαριώ μου! απήντησεν εκείνος εισερχόμενος.

Παππαδιά, είπεν, η δε φωνή του έτρεμεν ολίγον. Το καλυμμαύχι και το ράσον μου. Υπήκουσεν εκείνη σιωπώσα και έφερεν εκ του κοιτώνος τα ζητηθέντα. — Δεν θα κάμης πεζός τόσον δρόμον, παππά μου, υπέλαβε θωπευτικώς. — Όχι, όχι, είπεν ο Γεροθανάσης. Πηγαίνω να εύρω κτήμα, κ' έρχομαι αμέσως να τον πάρω. — Θα έλθης μαζή μου; ηρώτησεν ο ιερεύς. — Και βέβαια!

Τι συλλογίζεσαι; τω είπεν ο Τρανταχτής. — Τίποτε. — Πώς σου φαίνεται αυτό το κλειδί; Δεν είνε παράξενο; — Τι παράξενο; είπεν ο Σκούντας υποκρινόμενος άγνοιαν. — Πρώτον, διατί να μου το παραγγείλη, εις εμένα, να της το κάμω; — Αφού είνε γνώριμη, υπέλαβε μετ' επιπλάστου αφελείας ο Σκούντας. — Και από πότε εις το μοναστήριον έχουν ανάγκην των γνωρίμων του διά να προμηθευθώσι κλειδιά;

Ο Βινίκιος ελύσσα εξ οργής· ο Καίσαρ του είχε προσφέρει δώρον την Λίγειαν· θα την ανεκάλυπτε· και αν ακόμη εκρύπτετο υπό την γην. Ναι! θα εγίνετο παλλακίς του. Ανυπομονούσα η Ακτή υπέλαβε: — Πρόσεξε μη την χάσης διά παντός, την ημέραν καθ' ην την ανεύρη ο Καίσαρ. — Τι λέγεις! . . . — Άκουσε, Μάρκε!

Βλέπεις πώς έγεινες πλούσιος; υπέλαβε διά σβεννυμένης φωνής η επί του ανακλίντρου ασθενής κατακειμένη σύζυγος του πτωχεύσαντος κερδοσκόπου. — Να πάρη ο διάβολος την αντιπολίτευσιν, η οποία έκαμε την σύμβασιν όπως την έκαμε! απήντησεν εκείνος, βλοσυρώς βλέπων χαμαί.

Αι, αι! υπέλαβε δειλώς μετ' ειρωνικού μειδιάματος μικρόν τι και καχεκτικόν ανθρωπάριον, εις την άκραν της τραπέζης καθήμενον, ούτινος η μορφή, φαιά συνάμα και κιτρίνη, ωμοίαζε με προώρως πεσόν από του δένδρου ροδάκινον. Αι, αι! ως τώρα την έστρωσε μόνο με χαρτιά ο κυρ Τσιγκρός την Αθήνα· να ιδούμε πότε θα φαγγρίση και η λίρα!

Έχομεν αύριον να ψωνίσωμεν; ηρώτησε διά ζωηροτέρας φωνής, και ανέβλεψεν εις τον σύζυγόν της, ενώ αδρόν δάκρυ εκυλίεττο επί της ωχράς αυτής παρειάς. — Άρχισες πάλιν τα δάκρυα και τα παράπονα υπέλαβε μετά τραχυτέρας φωνής ο Θοδωράκης, αποφεύγων την εις την ερώτησιν της συζύγου του απάντησιν.

Αχ! πώς με στενοχωρείς, Δημητράκη! υπέλαβε γογγύζουσα η κυρία Παρδαλού, και λαβούσα έν κηρίον επορεύθη εις το δωμάτιόν της. — Σεις πηγαίνετε να πλαγιάσετε, αφού μελετήσετε πρώτον τα μαθήματά σας, είπεν ο κύριος Παρδαλός προς τους υιούς του, και κυττάξετε να μην πιασθήτε, γιατί . . . αι! τόσο μόνον σας λέγω.

Εκείνη υπέλαβε: — Θα τον τιμάς με την καρδίαν σου, όταν μάθης να τον αγαπάς. — Μόνον διότι είνε Θεός σου επανέλαβεν ο Βινίκιος με πνιγμένην φωνήν. Έκλεισε τους οφθαλμούς του, διότι είχε καταληφθή και πάλιν υπό ατονίας. Η Λίγεια εξήλθεν, αλλά μετ' ολίγον επέστρεψε και επλησίασε διά να βεβαιωθή εάν εκείνος εκοιμάτο.