United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οδηγόν έχων την αλάνθαστον ρίνα του και οτέ μεν την γην, οτέ δε τον άνεμον οσφραινόμενος, κατώρθωσε ν' ανεύρη και ν' ακολουθήση την οδόν προς το νεκροταφείον.

Τι ηθέλατε να διδάξη τους νεωτέρους το ποικίλον τούτο και πολυμερές φαινόμενον, ούτινος καθ' εκάστην επαναλαμβάνονται τα παραδείγματα; Τι άλλο, ή ότι μωρία είνε πάσα ενδελεχής εργασία, και βλακεία πας κόπος καρποφόρος; Τι άλλο, ή ότι προτιμότερον είνε να σαλπίζη τις την ικανότητά του διά των εφημερίδωνοσάκις δεν υπάρχει πρόχειρος φίλος σαλπιγκτής — , να ζητή τον στέφανον πριν αθλήση, και να καταράται της απαθείας της ελληνικής, αν τυχόν ο στέφανος βραδύνη, κεραυνοβολών ενίοτε και την κυβέρνησιν, ότι δεν παραμερίζει τον μόδιον ίν' ανεύρη τον άγνωστον λύχνον;

Επειδή δε πάσαι αι ιδέαι αλληλουχούνται, ο νους εκ μιας αυτών ορμώμενος δύναται να ανεύρη πάσας τας άλλας και να γνωρίση την φύσιν του παντός.

Εις την οικίαν αυτήν ήκουσα τον Γλαύκον να αναλαμβάνη να παραδώση όλους τους χριστιανούς και να υπόσχεται, επί πλέον, εις ένα άλλον έμπιστον του Καίσαρος, Βινίκιον, να κατορθώση όπως ανεύρη μεταξύ των χριστιανών μίαν νέαν παρθένον . . . Εσταμάτησε και παρετήρησε με έκπληξιν τον δούλον, του οποίου τα βλέμματα είχον σπινθηροβολήσει αιφνιδίως, ως οι οφθαλμοί αγρίου θηρίου.

— Ο Οδυσσεύς σου διαβιβάζει τας ευχαριστίας του διά τον Θερσίτην, απήντησεν ο Έλλην. Εχαιρέτισε πάλιν και εξήλθε. — Τι φρονείς περί του εντίμου τούτου σοφού; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Φρονώ ότι θα ανεύρη την Λίγειαν, ανέκραξεν ο Βινίκιος περιχαρής, αλλά φρονώ προσέτι ότι εάν υπήρχε κάπου βασίλειον των αγυρτών, θα ηδύνατο να βασιλεύση εκεί. — Χωρίς άλλο, φίλε μου.

Ο Πετράρχης αφού εγήρασεν, ωνειροπόλει ιδανικήν τινα γυναίκα συνενούσαν την τέχνην ταύτην μετ' ανθηράς νεότητος, και μάτην περιέτρεχε κήπους και δάση ίνα ανεύρη την χίμαιραν ταύτην, ην ωνόμαζεν ώ ρ ι μ ο ν κ α ρ π ό ν ε π ί ά ν θ ο ύ ν τ ο ς δ ε ν δ ρ υ λ λ ί ο υ.

Λόγους τούτου ουχ ήττον δύναταί τις ν' ανεύρη πολλούς και ποικίλους αλλά προ παντός δύο. Ο είς είνε ότι την επιτυχίαν της «Παπίσσης» συνώδευσαν, ως είδαμεν, παρεξηγήσεις και διαβολαί, ικαναί να δηλητηριάσωσι την χαράν της νίκης. Προς τούτοις το ποιόν της επιτυχίας δεν ήτο οίον το επόθει, διότι το κοινόν ηυχαριστήθη κατ' εξοχήν εις εκείνα, άτινα ο συγγραφεύς εξετίμα το ολιγώτερον.

Αλλ' αν και έλαβε όλα τα δυνατά μέτρα διά να ματαιώση το σχέδιον του εχθρού του και να επανέλθη σώος εις την Δανίαν, όμως ενώ αναχωρεί αισθάνεται ότι οι δισταγμοί του τον έφεραν εις την δύσκολον και επικίνδυνον θέσιν εις την οποίαν ευρίσκεται, και δια τούτο προσπαθεί και πάλιν να ανεύρη το ανεξήγητον αίτιον της απραξίας του.

Τα μέσα είνε εις την δύναμίν σου, αυθέντα· εγώ έχω μόνον το πνεύμα. Ο Πετρώνιος εμειδίασεν ωσαύτως, διότι ήτο λίαν ευχαριστημένος από τον ξένον του. — Ο άνθρωπος ούτος θα δυνηθή να την ανεύρη, είπε καθ' εαυτόν. — Πόθεν γνωρίζεις την Ευνίκην; είπε μεγαλοφώνως. — Ήλθε να μου ζητήση συμβουλήν, επειδή η φήμη μου είχε φθάσει μέχρις αυτής. — Ποίαν συμβουλήν; — Μίαν συμβουλήν περί έρωτος, αυθέντα.

Ωχ, λυπήσου με! είπε φρικιών υπό το βλέμμα του ζωεμπόρου· σώνει πια, λυπήσου με!. . — Τι θέλεις; ηρώτησεν ούτος, νομίσας ότι ο άρρωστος παρεμίλει εκ του πυρετού. — Σώσε με, λύσε με από τον αφορεσμό!. . . Τα χρήματά σου, εγώ τα βρήκα τα χρήματά σου. . . — Εσύ 'σαι ο Νουλάς! — Εγώναί. Και ο Δημήτρης διηγήθη εις τον ζωέμπορον πώς έτυχε ν' ανεύρη τα χρήματά του και πώς τα διέθεσε.