United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το παράδειγμα είχε δώσει αυτός ο Καίσαρ, όστις εγερθείς έλαβε την θέσιν του Βινικίου, ενώ ο Βινίκιος ευρέθη παραπλεύρως της Ποππέας, ήτις μετ' ολίγον έτεινε τον βραχίονα, παρακαλούσα αυτόν να τακτοποιήση τον πέπλον της. Η χειρ του τριβούνου έτρεμεν ολίγον· η Ποππέα έρριψε προς αυτόν βλέμμα ημιεντροπαλόν και ανέσεισε την κόμην την χρυσήν ως σημείον αρνήσεως.

Ο Βινίκιος δεν εφαντάζετο αντί ποίου τιμήματος θα ηδύνατο να πληρώση την ευχάριστον εκείνην ευτυχίαν, Η Λίγεια είχεν εννοήσει ότι και αυτή τώρα είχεν ανάγκην βοηθείας.

Οκτώ ημέρας ύστερον Θωμάς ο Δίδυμος έβαλε τους δακτύλους του εις τα τραύματα του Κυρίου, εψηλάφησε την πλευράν του και είτα έπεσεν εις τους πόδας του λέγων: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μουΚαι εκείνος απεκρίθη: «Ότι με είδες, Θωμά, και επίστευσας; Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Ο Βινίκιος ήκουε.

Αυτό είναι το αληθές! θα ήτο βεβαίως ασθενές από πριν· Ζήτησέ την, Μάρκε· έστω! Αλλά προ της θεραπείας του παιδίου, μη κάμης λόγον περί της Λιγείας. Οι οφθαλμοί της αρκετά έκλαυσαν εξ αιτίας σου. — Την αγαπάς, Ακτή; ηρώτησεν ο Βινίκιος με μελαγχολικήν φωνήν. Μάλιστα! έμαθα να την αγαπώ, διότι την συνεπάθησα. — Την αγαπάς· δεν σου απέδωκε μίσος αντί αγάπης καθώς εις εμέ!

Και ως τον είδε κύπτοντα προς αυτήν, με το βλέμμα πλήρες ικεσίας, της εφάνη ωραιότερος όλων των ανδρών και όλων των θεών, των οποίων τα αγάλματα έβλεπεν εις τας μετώπας των ναών. Εκείνος έλαβεν ηρέμα την χείρα της άνωθεν του καρπού και ηρώτησε: — Δεν μαντεύεις, Λίγεια, διατί ομιλώ ούτω προς σε; — Όχι, εψιθύρισεν εκείνη τόσον χαμηλά, ώστε ο Βινίκιος μόλις την ήκουσεν.

Εν τοσούτω, ας μη είχε φόβον· αυτός, ο Βινίκιος, ήτο πλησίον της και θα έμενε πλησίον της. Η Λίγεια ήτο η ψυχή του όλη και θα επηγρύπνει επ' αυτής όπως επί της ψυχής του. Επειδή η οικία του Καίσαρος της επροξένει φόβον, εκείνος της ωρκίζετο ότι δεν θα την άφινεν εις την οικίαν αυτήν.

Ο φύλαξ των λάκκων διώρισε τέσσαρας άνδρας, και μεταξύ αυτών τον Βινίκιον· αυτός δε μετά των άλλων ήρχισε να συσσωρεύη τα πτώματα επί των κάρρων. Ο Βινίκιος ανέπνευσε. Τώρα τουλάχιστον είχε την βεβαιότητα ότι θα επανεύρη την Λίγειαν. Ήρχισεν ερευνών λεπτομερώς το πρώτον υπόγειον και δεν ανεκάλυψε τίποτε. Εις το δεύτερον και το τρίτον αι έρευναί του απέβησαν επίσης άκαρποι.

Αυθέντα, σε είχα μάλιστα συμβουλεύσει να μη εμπιστεύεσαι εις αυτόν· οι συχνοί εξορκισμοί μου δεν εχρησίμευσαν εις τίποτε. — Εάν δεν είχα την μάχαιραν μαζή μου, θα με είχε φονεύσει, εξηκολούθησεν ο Βινίκιος. — Ευλογώ την στιγμήν, καθ' ην σου εσύστησα να εφοδιασθής τουλάχιστον με μάχαιραν. Αλλ' ο Βινίκιος έστρεψε προς αυτόν εταστικόν το βλέμμα και ηρώτησε: — Τι έκαμες σήμερον;

Ίσως ήτο το λυκαυγές της πρωίας, διότι η νυξ επλησίαζεν εις το τέρμα της, ήτο Ιούλιος μην. Αλλ' ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να κρατήση κραυγήν απελπισίας και λύσσης, διότι εσκέφθη ότι ήτο η λάμψις της πυρκαϊάς.

Έπειτα, συσταλείσα διότι επρόφερε την φράσιν των νεονύμφων, ηρυθρίασεν υπερβολικά και έμεινεν ακίνητος εις το φέγγος της εστίας. Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Πέτρον: — Η Ρώμη καίεται κατά προσταγήν του Καίσαρος, είπε.