United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να ιδώ πλειο το καματερό σας, είπε ποτε εισελθούσα η γραία γειτόνισσα αίφνης, ευρούσα την θύραν ημιάνοικτον, εν ώ η Γερακούλα αναιβασμένη επί καθίσματος υψηλού, ανεσκάλευε τους ακαμάτες εν τη επάνω καλαμωτή. Και επειδή η Γερακούλα δεν ήκουσεν, επανέλαβεν η γειτόνισσα πλησιάζουσα: — Να ιδώ το καματερό σας πλειο! — Ου! δεν έχω, δεν έχω. Ψόφησε, το πέταξα.

Και ο Σωκράτης, αφ' ού επρόβαλεν εμπρός την κεφαλήν του και ήκουσεν, είπε· το εκράτησες εις την ενθύμησίν σου με γενναιότητα· δεν καταλαμβάνεις όμως την διαφοράν μεταξύ εκείνου, το οποίον τώρα λέγομεν, και εκείνου, το οποίον είπομεν τότε.

Όταν δε έχη τις την επιστήμην και την αίσθησιν, ήτις δεν είναι εν ενεργεία , τότε ενθυμείται π, χ. ότι αι τρεις γωνίαι του τριγώνου είναι ίσαι προς δύο ορθάς, είτε διότι έμαθεν ή συνέλαβε τούτο, είτε διότι ήκουσεν ή είδεν αυτό, ή διότι εύρεν αυτό διά τοιούτου τινός τρόπου.

Είδε διά των κλειστών βλεφάρων το χυθέν εντός του δωματίου φως, ήκουσε την γυναίκα του προσαγορεύουσαν τον Γεροθανάσην, ήκουσεν ότι ο λεπρός τον θέλει... Αλλ' η τελευταία του γέροντος φράσις και το δεύτερον της συζύγου του «Κύριε ελέησον» τον αφύπνισαν εντελώς.

Η φωνή του είχε τι το σοβαρόν, το επιβάλλον. Ουδέποτε η σύζυγός του τον ήκουσεν ομιλούντα ούτω. Τον ήκουε και τα δάκρυα ανέβαινον ησύχως εις τους οφθαλμούς της. Ησθάνετο ότι η δοκιμασία αύτη ενίσχυσε διά παντός την ψυχήν του. — Να μείνω εδώ την νύκτα; ηρώτησεν ο Γεροθανάσης. — Μείνε, θα έλθω πολύ πρωί. Και βλέπων την σύζυγόν του, ήτις έτεινε προς αυτόν το ράσον,

Εν τω μεταξύ αι θεράπαιναι έφεραν τρίποδας και έρριψαν επί των ανθράκων κλαδίσκους νάρδου. — Ευρίσκονται τώρα εις την καμπήν των Καρίνων, είπεν ο Βινίκιος με χαμηλήν φωνήν. Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους. — Μη φιλοσοφής δι' έν σεστέρσιον, εψιθύρισεν ούτος. Ο Βινίκιος δεν ήκουσεν. — Ευρίσκονται ήδη . . . . Πράγματι εκείνοι έκαμπτον προς τας Καρίνας.

Ταύτα θα ήσαν καλή κάπως περιουσία διά μίαν βλάχαν, αν δεν της εκληροδότει κ' ένα χρέος από διακοσίας δραχμάς εις τον κυρ Γιαννίκον, τον φοβερώτερον τοκογλύφον των Λεχαινών. Άμα ήκουσεν ο Γιαννίκος ότι ο γέρω-Γκόρας απέθανεν, έλαβεν ένα δικαστικόν κλητήρα κ' επήγε να κάμη κατάσχεσιν όλων του των πραγμάτων.

Ύστερα ετραγουδούσε ο θείος ένα γαλλικόν άσμα και εφώναζε: Ουρρά! και «Ζήτω Ναπολέων ο ΒοναπάρτηςΕδώ ήκουσεν ο Ρούντυ διά πρώτην φοράν να διηγούνται περί Γαλλίας, περί της Λυών, της μεγάλης πόλεως επί του Ροδαινού: είχε πάει εκεί ο θείος.

Να μου ζήσης παιδί μου! να μου ζήσης πολύ πολύ, και να μου κλείσουν τα χεράκια σου τα μάτια μου. Δεν την ήκουσεν ο Θεός την πτωχήν· του Γεώργη της τα χεράκια εκαθάριζαν τα λασπωμένα υποδήματα των Αθηναίων, ότε εκείνη απέθνησκεν.

Είνε ελεύθερος να κάμη ό,τι θέλει, αλλά . . . διστάζει να το κάμη. Εκτείνει την χείρα του προς το κιβώτιον και πάλιν την αποσύρει· στρέφει έντρομος το βλέμμα του προς την θύραν, διότι του φαίνεται ότι κάτι ήκουσεν. Αλλ' είνε μάταιος ο φόβος του. Δεν είνε κανείς, και ο Περδίκης πλησιάζει εγγύτερον εις το κιβώτιον. — Αι! λέγει καθ' εαυτόν. Πρέπει να τελειόνω και σύντομα.