Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Η γυνή αύτη, άμα εισελθούσα εις την οικίαν, ηθέλησε να δείξη εις την Φρονίμην και δι' έργων ότι ήτο μητρυιά, φερομένη κακώς προς αυτήν και τα πάντα τεχναζομένη, εναντίον της. Τέλος την διέβαλεν ως ασελγή και έπεισε τον άνδρα της ότι ταύτα ούτως έχουσιν. Αυτός δε πιστεύσας την γυναίκα, εμηχανεύθη κατά της θυγατρός του ανόσιον έργον.
Ας προσέξωμεν λοιπόν να εννοήσωμεν ποία άραγε επιστήμη μόνη αποχωρισθείσα από την ανθρωπίνην φύσιν ή μη εισελθούσα εις αυτήν από όλας, όσαι τόρα υπάρχουν εις αυτήν, θα καθίστα τον άνθρωπον το ανοητότερον και μωρότερον ζώον. Και λοιπόν τούτο δεν είναι δύσκολον να το εννοήσωμεν.
— Να ιδώ πλειο το καματερό σας, είπε ποτε εισελθούσα η γραία γειτόνισσα αίφνης, ευρούσα την θύραν ημιάνοικτον, εν ώ η Γερακούλα αναιβασμένη επί καθίσματος υψηλού, ανεσκάλευε τους ακαμάτες εν τη επάνω καλαμωτή. Και επειδή η Γερακούλα δεν ήκουσεν, επανέλαβεν η γειτόνισσα πλησιάζουσα: — Να ιδώ το καματερό σας πλειο! — Ου! δεν έχω, δεν έχω. Ψόφησε, το πέταξα.
Ο πηλός επέταξε και μετ' ολίγον ήλθεν η Χρυσίς και εκτύπα την θύραν και εισελθούσα ενηγκαλίσθη τον Γλαυκίαν, ως να τον ηγάπα περιπαθέστατα, και εκοιμήθη μαζή του έως ότου έκραξαν οι πετεινοί. Τότε η Σελήνη επέταξεν εις τον ουρανόν και η Εκάτη εβυθίσθη εις την γην και τα άλλα φαντάσματα εξηφανίσθησαν, την δε Χρυσίδα εστείλαμεν εις το σπήτι της κατά την αυγήν περίπου.
Ήλπισεν ότι την φοράν ταύτην θα ετύγχανεν η μοναχή ευκαιρίας όπως τη διηγηθή την ιστορίαν εκείνην, ην είχε διακόψει την προλαβούσαν νύκτα η απότομος της ηγουμένης είσοδος. Αλλ' ότε η θύρα ηνοίχθη, εξεπλάγη η Αϊμά. Η εισελθούσα δεν ήτο η αδελφή Σιξτίνα. Ήτο γραία τις μοναχή, ην πρώτην φοράν έβλεπεν η έγκλειστος. Εχαιρέτισε την Αϊμάν και εκάθισεν.
Η Θωμαή, επισκεφθείσα ήδη, ως είπομεν, επανειλημμένως το μέγα τούτο ξενοδοχείον, αυτό μάλιστα πρώτον-πρώτον, προέβαινε με απλοϊκόν θάρρος προς αυτό, θαρραλεώτερον μάλιστα ή άλλοτε, θέλουσα να φθάση εις τα προπύλαια, και εισελθούσα να προχωρήση εις την εσωτέραν μεγαλοπρεπή είσοδον, με τα πορφυρά βελούδινα παραπετάσματα, όπως έπραττε πάντοτε, οσάκις μετέβη, και συναντήση τον ίδιον διευθυντήν, ως και άλλοτε, προκαλούσα δι' αυτό τον θαυμασμόν της θείας της, προς ην απήντα η Θωμαή, απτόητος: τι; θα με φάνε, θεια; Αλλ' ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, ανασηκόνων το σκληρόν καποτάκι του, αίφνης εκράτησεν αυτήν αποτόμως, πολύ προς τα επάνω, σχεδόν επί της πλατείας των ανακτόρων;
Ώστε μίαν πρωίαν η μητέρα της εισελθούσα, — ελησμόνησε να κλειδώση — την εύρεν έτσι γονατιστήν, μ' επηρμένας χείρας ικέτιδας, άγαλμα έξοχον της Προσευχής, αγαθού λιθοξόου, μισοκοιμισμένην, ψιθυρίζουσαν ως εν ονείρω προς την Πανάμωμον Δέσποιναν. — Αν είνε μάγια, Παναγία μου, λυπήσου με, και χάλασε τα μάγια! Πορταΐτισσά μου, καλή μου Παναγία μου!
Και δώσας έν γρονθοκόπημα επί της κεφαλής του, ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του δωματίου εν μέσω του αυξάνοντος σκότους, μέχρις ου η Φλουρού εισελθούσα απέθεσε τον λύχνον επί της τραπέζης και εξήλθε πάλιν εν σιωπή. Ο καθηγητής εστάθη προσηλών τα βλέμματα εις το φως του λύχνου.
Η Κυρά Ρήνη εισελθούσα εν τω δωματίω, έρριψε βλέμμα εταστικόν εις όλα εκείνα τα μαγικά ανεμομαζώματα. Έπειτα ήλθε κ' εστάθη προ της εστίας. — Ο Ανάποδος 'ς τα χιόνια και τ' αλάτι 'ς τη φωτιά! εψιθύρισεν επιβλητικώς. Και λαβούσα από ρυπαρού μαλλίνου σακκουλίου ολίγον άλας, όπερ είχε δανεισθή επί τρεις ημέρας κατά σειράν μετά την δύσιν του ηλίου πάντοτε, το έρριψεν επί της πυράς.
Λέγουσιν ακόμη και την ακόλουθον ιστορίαν, κατ' εμέ απίστευτον. Γυνή τις Περσίς, εισελθούσα εις τας γυναίκας του Κύρου είδε περί την Κασσανδάνην τα παιδία της τα οποία ήσαν ευειδή και μεγάλα· καταληφθείσα δε υπό θαυμασμού, επήνει αυτά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν