United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' υπήρξεν ο κυριότερος μοχλός της σχολής ταύτης· δεν επεζήτησε τας εμπνεύσεις αυτού ή μόνον εις τον απλοϊκόν βίον της πατρίδος και δεν εδανείσθη την γλώσσαν ή εκ των χειλέων του λαού. Ατυχώς η λύρα του εθραύσθη καθ' ην εποχήν είχεν αρχίσει να συγκινή την νεοελληνικήν φιλολογίαν και να μαγεύη τα πλήθη.

Την νύκτα εκείνην με το αμυδρόν φως, τω εφάνη ως τις παρακοιμώμενος εις τους βυζαντινούς εκείνους θόλους. Εκεί πλέον διήρχετο τας ώρας του ο Καπετάνιος, αγρυπνών ιδίως όλην την νύκτα της Αναστάσεως, αναγινώσκων την συλλογήν των Προρρήσεων κ' ερμηνεύων εις τον απλοϊκόν κυρ-Μιχάλην τα θαυμαστά, τα οποία θ' αξιωθώσι να ίδωσι μίαν ημέραν οι πιστεύοντες εις τον Άγιον Βασιλέα.

Το ζήτημα αν ο Χριστός ήτο ή ου ικανός ν' αμαρτήση, — και διά να εκφρασθώμεν εις την γλώσσαν της σχολαστικής και θεολογικής εκείνης χώρας, εν τη οποία ηγέρθη και συνεζητήθη, το ζήτημα του αμαρτωλού ή αναμαρτήτου της ανθρωπίνης φύσεώς του, — είνε ζήτημα το οποίον ουδέποτε θα εγεννάτο εις απλοϊκόν και ευσεβές πνεύμα.

Μήπως αυτή είχεν ομολογήση προς τον αδελφόν της τας προτάσεις του και ούτω ο απαίσιος εκείνος, καλώς πληροφορημένος, τους παρηκολούθει και ενεφανίσθη εις τον κήπον την στιγμήν ακριβώς κατά την οποίαν απεφάσισε να εκτελέση την απόφασίν του; Η σκέψις αύτη δεν εβράδυνε να μεταβληθή εις πεποίθησιν εις τον απλοϊκόν και εξημμένον εγκέφαλόν του και όλην του την αγανάκτησιν και την εκδίκησιν έστρεψε και κατά των δύο αδελφών αδιακρίτως.

Αναλογιζομένη την ανεξήγητον εκπτόησιν του μπάρμπ'-Αναγνώστη, αρνουμένου να εισέλθη εις το ξενοδοχείον, και συνδυάζουσα προς τούτο τον απλοϊκόν και ζαλισμένον πάντοτε χαρακτήρα της θείας της Αννούσης, ήτις είχε την μανίαν ν' ανακαλύπτη ομοιότητας μεταξύ των ανθρώπων, και να επιμένη έπειτα εις την απάτην, τότε μόνον επείσθη ότι όσοι εκόμιζον εις αυτήν τας χαρμοσύνους ειδήσεις την εξηπάτων, αυταπατώμενοι, και ησθάνθη κατάκαρδα την θλιβεράν απελπησίαν πλέον, ως να ήγγισε βελόνη την καρδίαν της.

Το απλοϊκόν πνεύμα του Φιλίππου εφαίνετο αρεσκόμενον εις την αντίθεσιν, ήτις υπήρχε μεταξύ του μεγαλείου της αποστολής του Χριστού και της ταπεινότητος της καταγωγής του. «Ον έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν». Και τις ήτο εκείνος τον οποίον ευρήκε; Κανείς νεαρός ηγεμών της δυναστείας του Ηρώδου; Νεαρός τις Ασμοναίος ιερεύς; Φωτεινόν τι πνεύμα εκ των σχολών του Ιλλήλ και του Σαμμαΐ; Όχι, ήτο μόνον «ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, ο από Ναζαρέτ».

Η Θωμαή, επισκεφθείσα ήδη, ως είπομεν, επανειλημμένως το μέγα τούτο ξενοδοχείον, αυτό μάλιστα πρώτον-πρώτον, προέβαινε με απλοϊκόν θάρρος προς αυτό, θαρραλεώτερον μάλιστα ή άλλοτε, θέλουσα να φθάση εις τα προπύλαια, και εισελθούσα να προχωρήση εις την εσωτέραν μεγαλοπρεπή είσοδον, με τα πορφυρά βελούδινα παραπετάσματα, όπως έπραττε πάντοτε, οσάκις μετέβη, και συναντήση τον ίδιον διευθυντήν, ως και άλλοτε, προκαλούσα δι' αυτό τον θαυμασμόν της θείας της, προς ην απήντα η Θωμαή, απτόητος: τι; θα με φάνε, θεια; Αλλ' ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, ανασηκόνων το σκληρόν καποτάκι του, αίφνης εκράτησεν αυτήν αποτόμως, πολύ προς τα επάνω, σχεδόν επί της πλατείας των ανακτόρων;