United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι όμως ίδιον ευγενούς ανδρός να βοηθή τους δυστυχούντας, έστω και αμέτοχος των παθημάτων των. Αχιλλεύ, λυπήσου μας, διότι αληθώς είμεθα άξιαι λύπης. Σε ωνειρεύθην γαμβρόν μου, και το γλυκύ μου τούτω όνειρον διελύθη οικτρώς. Εάν η κόρη μου θανατωθή, σκέφθητι ότι ο θάνατος της θα ήναι οιωνός απαίσιος διά τον μέλλοντα γάμον σου, και πρόλαβε το κακόν τούτο.

Το κατ' εμέ, απονίπτω τας χείρας. Εν τούτοις φρονώ ότι δύναμαι να εκφέρω γνώμην τινά, ως είς των αναγνωστών. Ο Πλήθων, ως μοι φαίνεται, είχε λάβει υπό την προστασίαν του κόρην τινά ορφανήν και την ανέθρεψε. Το μυστήριον όπερ περιέφερε πανταχόσε μεθ' εαυτού ο ειδωλολάτρης φιλόσοφος, και η απαίσιος φήμη ην είχε παρά τω λαώ, περιέβαλε και την κόρην ταύτην.

Μίαν πρωίαν ελθούσα παρά την θύραν της καλύβης, όπου κατώκει η απαίσιος γραία, υπό την φυλλορροούσαν κληματαριάν, της είπεν ότι η νύμφη της είχε περάσει πολύ άσχημα την νύκτα, ότι δις ήλθεν εις κίνδυνον, ότι «ακόμα λίγο και θελά σώσει», ότι εξύπνησαν τα μεσάνυκτα τον εφημέριον διά να την μεταλάβη, και ότι μόλις τώρα τα χαράγματα ησύχασεν ολίγον και απεκοιμήθη.

Οι δ' επιβάται σκύπτοντες από των πλευρών του πλοίου έβλεπον την θάλασσαν, και αι γυναίκες έκραζον : ― Έπεσε εις την θάλασσαν! Σώσατέ την! Ο πλοίαρχος διέταξε να χαλαρώσωσι τα ιστία. Εκόπη του πλοίου ο δρόμος, και η λέμβος κατεβιβάσθη. Αλλ' ο άνεμος έπνεε δυνατός και είχομεν ήδη αφήσει οπίσω το άγνωστον εκείνο σημείον, όπου ηκούσθη ο απαίσιος ήχος, όπου η Ανδριάνα ερρίφθη εις το πέλαγος.

Την έκαμε πάλι την αναποδιά! εφώναξέ τις εκ του πλήθους. Και τριγμός απαίσιος ιδού ακούεται, ως θραυομένων ξηρών οστέων πελωρίου σκελετού δεξιά και αριστερά του πλοίου. Ο κρεοπώλης έρριψε την σάλπιγγά του. Οι περισυναχθέντες νησιώται ήθελαν μεν να γελάσωσι με την ιδιοτροπίαν του αναποδιασμένου αλλ' όχι και μέχρι τοσούτου, ώστε να επακολούθηση δυστύχημα, θλιβερόν πάντοτε.

Διά τον Θεόν, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! Και ο απαίσιος ήχος της φωνής αυτού, ήχος, ον θα ενόμιζέ τις εξελθόντα εκ βαθέος τινός τάφου μάλλον παρά εκ στόματος ανθρώπου, ετάραξε τόσον τα νεύρα μου, ώστε όταν ερρίφθην εις τας αγκάλας της προσδραμούσης μητρός μου, δεν ηξεύρω οποίον παράξενον κράμα βδελυγμίας και οίκτου επλήρου την καρδίαν μου.

Του έτεινα την χείρα με σοβαρότατα, εκείνος δε: — Κύτταξε δα, μα κύτταξε λίγο από πάνω και τριγύρω, με λέγει με τον γέλωτα εκείνον τον εσωτερικόν, όστις, εις την θέσιν που ευρισκόμην, μου εφαίνετο απαίσιος . . . Παρετήρησα παντού και τι νομίζετε να είδα; Υπέρ την ασκεπή κεφαλήν του φίλου μου ήσαν κρεμασμένα δύο μεγάλα κέρατα, δεξιά δε και αριστερά των παραστάδων ήσαν προσηλωμένα ανά δύο άλλα, ακριβώς απέναντι των κροτάφων του . . . Έμεινα κατάπληκτος!

Ώστε εις την βιομηχανίαν των καλάθων επροστίθετο άλλη βιομηχανία, τον δε χειμώνα ίσως ο απαίσιος γέρων θα ίδρυε και ελαιοτριβείον διά να μη απομακρύνεται από το σπίτι. Τότε η ιδέα της απαγωγής έγινε σταθερά και επίμονος εις το πνεύμα του νέου. Και ήρχισε να καιροφυλακτή την έξοδον της Πηγής και να την παρακολουθή παντού, διά να εύρη ευκαιρίαν να της ομιλήση και να την πείση.

Πλην τούτου και ο Πλήθων έπασχεν εκ τύψεων συνειδήσεως διά την πράξιν εκείνην. Ήτο δε ηναγκασμένος και να κρύπτη πάντοτε πάσαν αυτού ενέργειαν, διότι η περιβάλλουσα το όνομα αυτού απαίσιος φήμη εβόμβει εις τα ώτα του ως διηνεκής απειλή, και είχεν εξοικειωθή προς τον αλλόκοτον βίον ον διήγε.

Αυτός ο τρελλός, αυτός ο αγύρτης είναι μάγος ή μάντης, γιατί ξέρει με το νι και με το σίγμα όλη μου τη ζωή και την ύπαρξί μου. Ξέρει πράγματα που μόνον εσύ, εγώ, κι' ο Τριστάνος γνωρίζουμε. Τα ξέρει, ο αλήτης, με της μαγείες του». Η Βραγγίνα απάντησε: «Μην είναι ο ίδιος ο Τριστάνος; — Όχι! Ο Τριστάνος είναι ωραίος, είναι ο καλλίτερος ιππότης, ενώ αυτός είναι κακοφτιαγμένος, απαίσιος.