United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι γυναίκες ήρχισαν να δειλιώσιν. Η θειά το Μαλαμώ ηρώτα τον παπάν αν δεν ήτο καλόν ν' αποβιβασθώσι και ανέλθωσιν εις την Παναγίαν την Κεχρεάν να λειτουργήσωσιν, όπως εορτάσωσιν εκεί τα Χριστούγεννα. Ο κυρ- Αλεξανδρής ζαλισθείς εζάρωσεν εις μίαν γωνίαν, και οι άλλοι επιβάται μεγάλως ανησύχουν. Μόνον δύο άνδρες δεν εδειλίασαν, ο μπάρμπα- Στεφανής και ο παπά-Φραγκούλης.

Καλέ αυτά είναι δικά μας! ανέκραξεν η κόρη, προπέμψασα την επιφώνησίν της δι' ηχηρού παραδόξως ηδέος και αρμονικού γέλωτος. Δεν είναι άλλοι επιβάται πλέον. Ο πλοίαρχος το είπεν. Άμα αναβιβάσουν τα κιβώτιά μας, αναχωρούμεν. — Και πόσοι είσθε λοιπόν εσείς; Ηρώτησα εγώ τότε μετ' ανεξηγήτου απορίας. — Τρεις! Είπεν η κόρη αφελώς. Τρεις και οι υπηρέται. — Και πόσους υπηρέτας έχετε λοιπόν;

Ουδέν ηκούετο και εκ των λοιπών γύρω κοιτωνίσκων. Ησύχαζον ή εκοιμώντο οι επιβάται. Μόνον εκεί, αντικρύ μου, εγνώριζα ότι ούτε ησυχία ούτε ύπνος υπάρχει, και όμως βαθεία κ' εκεί σιωπή. Επί τέλους η θύρα ηνοίχθη.

Όταν εφθάσαμεν εις την λίμνην, παρ' ολίγον να μη δυνηθώμεν να περάσωμεν• διότι το πλοιάριον ήτο ήδη γεμάτον και ανεδίδετο εξ αυτού θρήνος, καθότι οι επιβάται του ήσαν όλοι τραυματίαι και είχον άλλος μεν τον πόδα, άλλος δε την κεφαλήν και άλλος άλλο μέλος του σώματος πληγωμένον. Φαίνεται ότι ήρχοντο από κάποιον πόλεμον.

Οι επιβάται, άμα έν πλοίον έπιπτεν εναντίον άλλου, προσείχαν, ώστε η υπηρεσία του καταστρώματος να μη είναι υποδεεστέρα των χειρισμών, έκαστος δε εις την θέσιν που ετάχθη προσεπάθει να φαίνεται πρώτος. Ουδέποτε τόσα πλοία εναυμάχησαν εις τόσον μικρόν χώρον, διότι οι δύο στόλοι ομού ηρίθμουν περί τα διακόσια πλοία.

Άμα πλοίόν τι επροχώρει, διά να επιπέση, οι επί των καταστρωμάτων στρατιώται έρριπταν κατ' αυτού άφθονα ακόντια, βέλη και λίθους· αλλά, ότε τα πλοία ήρχοντο εις συνάφειαν, οι επιβάται ήρχοντο εις χείρας και προσεπάθουν να αναβούν εις τα πλοία αλλήλων.

Σχεδόν πάντες οι διά Νεάπολιν επιβάται είχον αποβιβασθή. Οι γερανοί του «Rio Grande» ειργάζοντο εισέτι αναβιβάζοντες τα τελευταία εμπορεύματα, εγώ είχον καταθέσει τα πράγματά μου εις μίαν λέμβον, αλλ’ έμενον έτι επί του καταστρώματος. Ο κ. Π. καθ' όλον αυτό το διάστημα δεν έπαυσε περιπατών με τας χείρας όπισθεν, ως δεν έπαυσε προσηλών τους οφθαλμούς εις το άκρον του σιγάρου του.

Κύματα και ύφαλοι, πλοιάριον και επιβάται εκαλύφθησαν από αφρούς συρίζοντας, λυσσώντας, σαρκάζοντας την ασθένειαν του ανθρώπου. Και συγχρόνως ο ουρανός τεφρός και σκοτεινός, εφάνη ως να κατήλθε προς τα κάτω χαμηλά προς το πέλαγος, κ' εκάλυψε τέλος και τους αφρούς υπό νεφέλην χιονίζουσαν. — Δόξα σοι ο Θεός!

Διά τούτο, καθώς οι κυβερνήται των πλοίων, στέκομαι όρθιος και μόνος εις την πρύμνην και κρατώ το πηδάλιον, και οι μεν άλλοι επιβάται διασκεδάζουν και άμα νυστάξουν κοιμούνται, εγώ δε άγρυπνος και νηστικός σκέπτομαι και φροντίζω δι' όλους και ως μόνην αμοιβήν και απόλαυσιν έχω την τιμήν ότι θεωρούμαι κύριος.

Εν τούτοις αι κώπαι έσχιζον το κύμα και μετ' ου πολύ ναύται, ανδράποδα, πλοίαρχος και επιβάται επάτουν τας σανίδας του Αγίου Πορκαρίου, διότι τοιούτον έφερεν όνομα το ευσεβές εκείνο σκάφος. Οι ερασταί εκάθισαν επί σωρού σχολίων παρά την πρώραν, θεωρούντες τα φεύγοντα παράλια της χλοεράς Προβιγγίας.