United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Βασιλική » Εκεί μ' ήλθε θρηνούσα.» « Έπεσε μεςτα πόδια μου. » — Αφέντη μου! μου λέγει, » Λυπήσου! τον πατέρα μου » Μπροστά μου, μεςτα 'μάτια » Εσφάξανε οι Τούρκοι σου, » Τον έκαμαν κομμάτια — . » Μ' ωμίλαε κ' η δύστυχη » Δεν έπαυσε να κλαίγη

H Μαργή λέει πως δε θέλει· μα όλες η κοπελιές στην αρχή λένε όχι κ' ύστερ' αγάλια αγάλια λένε το ναι. Με τον καιρό θε να γενή η αγουρίδα μέλι. Ο Μανώλης έπαυσε πάλιν να περνά από το δρόμο του Θωμά και απέφευγεν επιμελώς πάσαν συνάντησιν με την Πηγήν. Εξ εναντίας επεδίωκε πάσαν ευκαιρίαν διά να βλέπη την θυγατέρα της χήρας.

Και τότε ενόησε διατί, από καταβολής, κόσμου, ποτέ δεν έπαυσε να είνε γυναικοκρατία.

Έπαυσε, κ' εκατέβηκε του θείου Τειρεσία 150τον Άδη πάλιν η ψυχή, αφού την μοίραν είπε. εγώτον τόπον έμενα, κ' εσίμωσε η μητέρα• το μαύρον αίμα ερούφησε κ' ευθύς εγνώρισέ με, και κλαίοντας μου ωμίλησεν «εις τ' άφεγγο σκοτάδι πώς εκατέβης, τέκνο μου, συ ζωντανός ακόμα; 155 και δύσκολο 'ναι ζωντανοί να ιδούν τούτα 'δω κάτω, τ' είναιτην μέση απέραντα και φοβερά ποτάμια, και πρώτος ο Ωκεανός, 'που δεν μπορεί κανένας, χωρίς καράβι στερεό, πεζός να τον περάση. τάχ' απ' την Τροίαν έφθασες εδώ με τους συντρόφους, 160 αφού πολλά πλανήθηκες; και ακόμητην Ιθάκη δεν ήλθες, και την σύντροφοτα γονικά δεν είδες»;

Εκεί, έμενε κ' εκύτταζε το πέλαγος, το χορεύον από αγρίαν τρικυμίαν, κι' αγνάντευε, ζητούν να ξανοίξη πουθενά την βάρκαν. Κ' έκλαιεν η ψυχή του μέσα βαθειά, κ' εδάκνετο η καρδία του, διότι είχε κάμει παρακοήν και δεν επήγε μαζί με τον πατέρα του. Η χιονώδης βροχή είχε διακοπή, και πάλιν επανελήφθη, και πάλιν έπαυσε.

Εχόρευον αι τέσσαρες νύμφαι θυγατέρες του, αι τέσσαρες Νεράιδες με τα ξανθά μαλλιά και με τα χρυσά στολίδια, φέρουσαι ως πόρπας εις την χρυσήν ζώνην τα μαλαμμοκαπνισμένα τσαπράκια, δώρα γαμήλια του ευλαβούς του Μοναστηρίου ηγουμένου, όστις ουδέποτε έπαυσε να τας ευλογή και τας μνημονεύη τας εναρέτους αδελφάς.

Αλλά πού και πώς εξέμαθε την Αγγλικήν ο Φίλιππος; Ήτο γνωστόν περί αυτού ότι κατά την καταστροφήν της Κύπρου περιεσώθη ορφανός εις πλοίον Αμερικανικόν και ότι μετεφέρθη εις Αμερικήν όπου εξεπαιδεύθη, ανδρωθείς δε επέστρεψεν εκείθεν εις την Ελλάδα. Κατ' αρχάς μάλιστα ελέγετο ότι εσπούδασεν εκεί την ιατρικήν, αλλ' επειδή δεν την μετήρχετο, έπαυσε βαθμηδόν να λέγεται τούτο και ελησμονήθη.

Εξ αιτίας αυτής είχε μπλέξει με τον Τερερέν· εξ αιτίας αυτής του είχαν βγάλει παρανόμια και τον εφώναζαν Πατούχα και τα παιδιά ακόμη ... Απεφάσισε να μην επανίδη την Πηγήν και ετήρησε την απόφασίν του. Έπαυσε να διέρχεται προ της οικίας του Θωμά.

Όταν έπαυσε να σκάπτη την μεταξύ του Νείλου και του Αραβίου κόλπου διώρυχα, εξέπεμψε Φοίνικάς τινας με πλοία διατάξας αυτούς να επιστρέψωσιν εις την βορείαν θάλασσαν διά των Ηρακλείων στηλών και ούτω να επανέλθωσιν εις την Αίγυπτον.

Εν μέσω της παρούσης αμηχανίας ο άνθρωπος είχε την ανάγκην ενθαρρύνσεώς τινος και υποστηρίξεως, ενώ δ' εξ ενός εδίσταζε σκεπτόμενος καθ' εαυτόν να υπάγη, να μη υπάγη, εξ άλλου οι πόδες του τον έφερον αυτομάτως προς την οικίαν της εξαδέλφης του. Ενώπιον της θύρας έπαυσε πάσα πλέον αμφιβολία.