United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είνε τετριμμένη αλήθεια ότι τίποτα δεν γηράσκει ταχύτερον σατυρικού φύλλου, και οι λόγοι τούτου είνε τόσον προφανείς, ώστε δεν χρήζουσιν αναπτύξεως. Εν τούτοις διεξελθών εσχάτως ολόκληρον την συλλογήν του «Ασμοδαίου», επείσθην ότι ούτε εγήρασεν ούτε έπαυσε να είνε διά πλείστους αφρούρητος αποθήκη αττικού άλατος.

Περί του υιού του ουδείς εγίνετο λόγος. Ο καπετάν-Τσούρμας ο Παπαργυρός έπαυσε πλέον να βλέπη προς το πέλαγος, από του οποίου ουδέν ανέμενε. Παρήτησε την κόμην του μακράν, κατάλευκον, και τον πώγωνα βαμβακερόν, ως του αγίου Νικολάου. Η μορφή του, η ανθηρά, εσκυθρώπασε και παρήκμασεν.

Απελπισθείς ν' ανοίξη τους οφθαλμούς του καλού εκείνου χριστιανού, φοβουμένου το φως ως αι νυκτερίδες τας ακτίνας του ηλίου, έπαυσε συζητών και επεχείρει ήδη να καταστήση τα είδωλα αυτού βδελυρά και γελοία εις τους παρεστώτας. Εκτυλίσσων της παπικής ιστορίας τα ρυπαρώτερα φύλλα και παν όνειδος και πάσαν κηλίδα εκείθεν συλλέγων κατέπτυεν ως εχίδνης σύελον εις το πρόσωπον του πτωχού ιερέως.

Η θεια-Αννούσα, ίνα μη καταθλίβη την ανεψιάν της, παύσασα πλέον να ομιλή περί του Λαλεμήτρου, αν και ενδομύχως ουδέποτε έπαυσε να διαμαρτύρηται και να λέγη ότι είδεν αυτόν εις τον άγιον Διονύσιον, ήρχισε τώρα, τρώγουσα, να διηγήται προς την Θωμαήν περί της πατρίδος των, ίσως και της ανοίξη την όρεξιν, να πάρη και αυτή κάτι τι.

Προσεγγιζούσης ολίγον κατ' ολίγον της λέμβου, έπαυσε το άσμα και ήκουες τώρα μόνον τον πλαδαρόν κρότον της κώπης, ήτις μαλακά-μαλακά εσκάλιζε την λείαν της θαλάσσης επιφάνειαν ως να εσκάλιζε φωτός τολύπην μαρμαίρουσαν κ' έβλεπες κατά την από της θαλάσσης ανύψωσίν της ν' αποστάζωσι φαειναί ρανίδες ύδατος ως ιλαράς φλογός σκορπίσματα με αδαμαντίνην λάμψιν.

Ποίος λοιπόν είνε όλων τούτων ο αίτιος; ποίος είνε ο οποίος έπαυσε τα μεν και εξησφάλισε τα άλλα; Εάν υπάρχη άλλος έχων δικαίωμα να τιμηθή αντί εμού του παραχωρώ το βραβείον και παραιτούμαι της αμοιβής.

Εις τα γέλοια της άλλαι μεν εκρυφογελούσαν και άλλαι εκρυφόκλαιον. Τότε πλέον έπαυσε και η προσποιητή χαρά της Ξενιώς. Αφού η αληθινή χαρά φεύγει, πολύ περισσότερον φεύγει η ψευδής.

Ω! Θεέ μου, τι πρέπει να γείνη; Αφρίζων, παραλογιζόμενος, καταρώμενος έσεισα το κάθισμα, που εκαθήμην επάνω προηγουμένως, και το ετσάκισα επάνω εις το πάτωμα. Αλλ' ο θόρυβος εσηκώνετο πάντοτε, ο θόρυβος δεν έπαυσε ν' αυξάνη.