United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω! Θεέ μου, τι πρέπει να γείνη; Αφρίζων, παραλογιζόμενος, καταρώμενος έσεισα το κάθισμα, που εκαθήμην επάνω προηγουμένως, και το ετσάκισα επάνω εις το πάτωμα. Αλλ' ο θόρυβος εσηκώνετο πάντοτε, ο θόρυβος δεν έπαυσε ν' αυξάνη.

Βέρθερε, εσυνέχισε τότε . . . και η γυναίκα αυτή έφυγε πια! Θεέ! Όταν κάποτε σκέπτωμαι πως αφίνει κανείς να παίρνουν το αγαπητότατον ον της ζωής του, και κανένας δεν αισθάνεται τούτο τόσον πολύ παρά τα παιδιά, τα οποία επί πολύ ακόμη παραπονούντο πως οι μαύροι άνθρωποι επήραν τη μαμά! . . .

ΝΙΚΟΣΩραία ήρθες. Σ' ευχαριστώ. ΔΩΡΑΌχι! Μην είσαι κακός, Νίκο. Ποτέ δε σε είδα τόσο κακό. Αφού σου λέω πως φοβάμαι. Είναι πρώτη φορά που κάνω αυτό που κάνω. Είπα στον πατέρα μου πως είμαι άρρωστη. Πρώτη φορά είπα ψέματα στη ζωή μου για το χατήρι σου. Αν γυρίση ο πατέρας στο Ξενοδοχείο και δε μ' εύρη; Το φαντάζεσαι; Αν μας ιδή κανένας .. . Αχ! Θεέ μου! ΝΙΚΟΣΑυτά είναι προφάσεις.

Χαιρετήστε τον από μέρος μου και μείνετε μια μέρα μονάχα κοντά του. — Βασιληά, θα την πάω αύριο. — Ναι, αύριο την αυγή». Σε μεγάλη συγκίνησι βρίσκεται ο Τριστάνος. Από το κρεββάτι του έως το κρεββάτι του Βασιληά Μάρκου τόνε χώριζε απόστασις κονταριού. Τρελλή επιθυμία τον έπιασε να μιλήση της Βασίλισσας, κι' αποφάσισε αν κατά την αυγή κοιμώτανε ο Μάρκος, να την πλησιάση. Α! Θεέ! Τι τρελλή σκέψις.

ΦΛΕΡΗΣΛέλα! ΛΕΛΑΆκουσέ με. Αχ! θεέ μου, κάποιος έρχεται. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ και οι παραπάνω. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΟρίζεις τίποτε, κύριε Τάσσο; Θα κατεβώ ως κάτω να πάρω την κυρία Δώρα. Όπου νάνε θα γυρίση η κυρία Δώρα .. . ΦΛΕΡΗΣΠήγαινε, Αργύρη. Καλά. Αν θέλη να μείνη ακόμα η κυρία Δώρα με τα κορίτσια, πες της πως είπα να μείνη.

Ο Τζατσίντο κατάπιε τα χάπια και χωρίς να ανασηκωθεί έσφιξε το κεφάλι με τα χέρια του. «Πόσο είμαι κουρασμένος, Έφις! Ναι, έχω μαλάρια: την άρπαξα κι εγώ, ναι! Πώς να μην την αρπάξω σ’ αυτό το κωλοχώρι; Τι χωριό, Θεέ μου!», πρόσθεσε σαν να μιλούσε στον εαυτό του, κουρασμένος. «Εδώ παθαίνει κανείς, εδώ παθαίνει….» «Σήκω», είπε ο Έφις σκυμμένος επάνω του. «Μην μένεις εκεί ξαπλωμένος.

Θεέ μου σχώρεσέ μου. — Μα πας αφίνει τίποτα στο κελλάρι; — Να φύγη, να φύγη! Και η ταραχή ηύξανε ολοένα.

Περπατώντας περήφανα τη λύπη των άσπρων του μαλλιών στην Αθήνα ο παληός Αθηναίος αφίνει να στάξη το λίγο αίμα της καρδιάς του στης παληές συνοικίες όπου έζησε μια φορά. Είνε γελαστές και τώρα σαν και τότε απ' τον ίδιον ήλιο. Του προσώπου του οι χαράδρες διηγούνται τους κεραυνούς του Καιρού που εβρόντηξαν με θυμό απάνω στης τρέλλας του της κορυφές ω Θεέ! και ρήμαξαν το παρεκκλήσι, της στοργής του.

Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα». . . . Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είνε μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις, ενώπιον των Αγγέλων . . . » Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως . . .

Άλλα δέκα, άλλα είκοσι χρόνια θα ζούσε ο μακαρίτης, έλεγε η Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, αν δεν τουρχότανε το ξαφνικό. Ακούστε, που σας λέω! Απ' όσα του ήτανε γραφτό να ζήση, άλλα τόσα! Μα ο Χάρος που του μαγείρεψε το μαντζούνι, του το πήρε, βλέπεις, απ' το στόμα του. Δεν αξιώθηκε να χαρή το μαύρο πουκάμισο ο παληόγερος. Θεέ μου, συχώρεσέ μου...