United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ' ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε»·. Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου, τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας!

Όλα μάλιστα, επίσης δε και συ, αν γνωρίζης ένα μόνον πράγμα, τα γνωρίζεις όλα. — Ω θεέ μου, ανέκραξα, ποίον θαύμα και ποίος ανεκτίμητος θησαυρός μας απεκαλύφθη! μήπως αρά γε και όλοι οι άλλοι άνθρωποι τα γνωρίζουν όλα, ή δεν ηξεύρουν τίποτε: — Δεν ημπορεί, φυσικά, άλλα μεν να γνωρίζουν, άλλα δε να μη γνωρίζουν και να είναι συγχρόνως σοφοί και άσοφοι.

Και μετά μικρόν ανάψας το τσιμπουκάκι του η Νεροφίδα, αλλά-Ιγγλέζα, επανέλαβε: — Πού να σε είχα, μωρέ παιδί μου, εδώ και πέντε χρόνια με του καπετάν Φώκα την πρωτοτάξειδη σκούνα. Φορτώσαμε κάρβουνοτον Όλυμπο για την Αλεξάντρα. Και κει που σηκωθήκαμετα πανιάώρα εσπερινού — , καταιβάζει, μωρέ γυιέ μου! Θεέ Δημητρίου. Χειμώνας καιρός βλέπεις. Του Αγίου Αντρέως.

Θεέ και Κύριε! καλέ τι μας λέτε! και πως εκάμετε αυτήν την θαυμασίαν ανακάλυψιν; Εγώ είχα ακόμη την ιδέαν, όπως το έλεγα δα και προ ολίγου, ότι εκείνο που κυρίως διεκρίνεσθε ήτο η διδασκαλία της οπλομαχητικής, και έτσι σας συνιστούσα· διότι ενθυμούμαι, όταν ήλθετε εδώ την πρώτην φοράν, αυτό το επάγγελμα είχετε.

Γιατί να τρέμη; Δεν κρατεί μυστικούς τους έρωτές της; Ποιος θα μπορούσε να υποπτευθή τον Τριστάνο; Ποιος θα μπορούσε να υποπτευθή τον ίδιο το γυιό του Βασιληά; Ποιος τηνέ βλέπει; Ποιος την κατασκοπεύει; Ποιος μάρτυρας; Ναι, ένας μάρτυρας την κατασκοπεύει, η Βραγγίνα. Η Βραγγίνα την παραμονεύει. Η Βραγγίνα μοναχά γνωρίζει την ζωή της. Η Βραγγίνα την κρατεί στη διάκρισί της. Θεέ!

Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι. — Ο αέρας τρέμει.... του είπα. Νοιώθεις τον αέρα που τρέμει τώρα; — Ναι. Και τα δένδρα. Βλέπεις τα δένδρα; — Τα βλέπω. Και τα σύννεφα απάνω. — Και τα σύννεφα, Θεέ μου! — Βλέπεις τα μακρυνά βουνά; — Βλέπω. Ένας σεισμός τα ταράζει. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι, σαν βογγητό ανέμου μέσα στο πένθος του δάσους. — Ο άνεμος κλαίει; — Όχι.

Ύστερα απ' αυτά τα λόγια σήκωσε το ποτήρι, που είταν γεμάτο κρασί, έκανε το σταυρό της και τώπιε ως τον πάτο, λέγοντας: — Δόξα σοι Θεέ μου! Σ' ευχαριστώ! Καλώς ώρισες, παιδί μ'! Είταν ένα Σαββάτο βράδυ του χειμώνα του 186... Καμμιά δεκαριά γυναίκες του Μικρού Χωριού, που είν' ψηλά στην αγκαλιά της ράχης , έπαιρναν νερό στην άκρη του Καλαμά, που σκίζει την Ήπειρο από βοριά κατά νοτιά.

Αν δεν το κάμης, στρώσε μου την νυμφικήν μου κλίνην ‘ς το μνήμα, όπου από χθες κοιμάται ο Τυβάλτης. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Δεν έχω λέξιν να ειπώ και ομιλείς του κάκου. Να κάμης όπως αγαπάς· 'τελείωσα μαζή σου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Θεέ μου! — Παραμάνα μου, ειπέ μου, πώς να γείνη; Είναι ο άνδρας μου ‘ς την γην, κ' οι όρκοι μου επάνω ‘ς τους ουρανούς.

ΑΘΗΝΑ. Με τι προοίμια αρχίζει, ω θεέ μου! ΖΕΥΣ. Όντα παγκάκιστα, όπου η γη σας έθρεψεν... ω Προμηθεύ, ποία κακά μου έκαμες, προδότη. ΑΘΗΝΑ. Τι τρέχει τέλος πάντων; Δικοί σου είμεθα και θαρρετά να πης. Γιατί δεν μας 'μπιστεύεσαι; ΖΕΥΣ. Ω κεραυνέ μου φοβερέ, εις τι μου χρησιμεύεις; ΗΡΑ. Τι έχει πάλιν; Παύσε τον θυμόν και τας τραγικότητας.

Ουφ! βαρέθηκα, τι αηδία, καλέ... Θ' αφήσω το γράμμα μου για τ' απόγευμα, που κλείνει και το ταχυδρομείο. Θεέ μου! Πώς ν' αρχίσω, πώς να σου τα πω. Φρίκη, φρίκη, φρίκη! Είδες πάφησα το γράμμα μου; Ε, μπήκα μια στιγμή στη σάλα γιατί σούγραφα απ' την τραπεζαρία. Άξαφνα ακούω ένα μπαμ! μπουμ! κάτω στο καφενείο.