United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κύτταξε τώρα, τι καλά οπού ήλθεν ο χω- ρατάς! Χίλια χρόνια να ζήσω, δεν θα το λησμονήσω. «Αλήθεια, Ζουλήλέγει· και το γλυκόν ανοητάκι αφίνει τα κλαύματα και του κάμνει, ναι. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Καλά, καλά! Άφησέ τα τώρα αυτά, παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ναι, Κυρία· αλλά δεν ημπορώ να μη γελώ, όταν μ' έρχεται εις τον νουν πώς άφησε τα κλαύματα, και του κάμνει, ναι.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Καιρός να το συλλογισθής. Εδώ εις την Βερώναν ονομασταί αρχόντισσαι πολύ νεώτεραί σου μητέρες κι’ όλα έγιναν κ' εγώ που σου τα λέγω, μητέρα σου, παιδάκι μου, ήμουν επάνω κάτωτην ηλικίαν, οπού συ παρθένος είσ' ακόμη. Αλλά, να τα κοντολογώ, ο Πάρης ο γενναίος σ' εζήτησε γυναίκα του. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ω κόρη μου, τι άνδρας! Τι άνδρας, Ιουλιέτα μου! Αληθινά κηρένιος!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Οπίσω δεν τον φέρνεις, κ' αισθάνεσαι πλειότερον την λύπην του χαμού του. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αισθάνομαι πως μ' έλειψεν ο φίλος μου, και κλαίω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Δεν κλαίεις τόσον κόρη μου, τον θάνατον εκείνου, όσον που ζη ο μιαρός, που 'πήρε την ζωήν του. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ποιος είν' αυτός ο μιαρός; ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ο μιαρός Ρωμαίος.

Από αυτόν τον σταθερόν, συ άστατη, τι θέλεις; Ας είσαι Τύχη άστατη, ώστε ν' αλλάξης γνώμην κι' αντί μακράν να τον κρατής, να μου τον στείλης 'πίσω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ, έξωθεν. Αι, κόρη μου, εξύπνησες; ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ, εισερχομένη· Πώς είσαι, Ιουλιέτα μου; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Όχι καλά, μητέρα.

Το ψάρι δεν επιάσθηκε. — Το εύμορφον το πράγμα κι απ' έξω σκέπασμα καλόν χρειάζεται να έχη· και εις τα 'μάτια των πολλών η δόξα του βιβλίου αυξάνει, αν τα φύλλα του χρυσοδεμένα ήναι. Ό,τι κι’ αν έχη τ' αποκτάς λοιπόν, εάν τον πάρης, και δεν μικραίνεις δι’ αυτό διόλου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Να μικραίνη! Την μεγαλόνει μάλιστα ο άνδρας την γυναίκα. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Λοιπόν, τι αποκρίνεσαι; ο Πάρης σου αρέσει;

Αχ! ωραιότερον μωρόν δεν 'βύζαξα ποτέ μου. Να μ' αξιώση ο θεός να ιδώ τα στέφανά σου, και άλλο δεν επιθυμώ. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αυτό είν' ίσα ίσα που ήθελα να της ειπώ. — Παιδί μου, Ιουλιέτα, ειπέ μου, η καρδούλα σου τι λέγει περί γάμου; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ούτ' ωνειρεύθηκα ποτέ τέτοιαν τιμήν ακόμη. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τιμήν! Αν δεν ετύχαινα η μόνη σου βυζάστρα, θα έλεγα πως 'βύζαξες την γνώσιν με το γάλα.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Να σου το ειπώ... Παραμάνα, άφησέ μας ολίγον· έχω κάτι κρυφόν να της ειπώ. — Παραμάνα, έλα οπίσω και ήλλαξα γνώμην. Σε θέλω ν' ακούσης την ομιλίαν μας. Η κόρη μου τώρα έχει τα χρονάκια της· εσύ τα 'ξεύρεις. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Μα την πίστιν μου, τα 'ξεύρω τα χρονάκια της ως το λεπτόν. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Δεν έχει τελειωμένα τα δεκατέσσαρα; Πότε έχωμεν των Αγίων Αποστόλων;

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τί είν' ο θόρυβος αυτός; Δος το μακρύ σπαθί μου. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τι θα το κάμης το σπαθί; Μη θέλης πατερίτζαν; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Δος το σπαθί μου! Κύτταξε, ο γέρος ο Μοντέκης καταντικρύ μου στέκεται, και σείει το 'δικόν του. ΜΟΝΤΕΚΗΣ Μη μ' εμποδίζης, άφες με! — Ω παληο-Καπουλέτε! ΜΟΝΤΕΚΑΙΝΑ Βήμα δεν κάμνεις απ' εδώ να σμίξης τον εχθρόν σου.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ω πρίγκηψ, είναι συγγενής και τούτος του Μοντέκη κλίνει εκεί που αγαπά κι’ αλήθειαν δεν σου λέγει. Ήσαν καμμιά εικοσαριά που τον επολεμούσαν, κ' οι είκοσι κατώρθωσαν τον ένα να σκοτώσουν. Δικαιοσύνην σου ζητώ, ω πρίγκηψ! πλήρωσέ μου με του Ρωμαίου την ζωήν τον φόνον του Τυβάλτη!

Φύγ' απ' εμπρός μου ξέπλυμα, — χολοπερεχυμένη! πήγαινε, βρώμα! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Εντροπή! ‘ς τα συγκαλά σου είσαι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πατέρα μου, παρακαλώ γονατιστή εμπρός σου, ησύχασε, και άκουσε να σου ειπώ δυο λόγια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Βρώμα, κρημνίσου απ' εδώ! Παρήκοη! Την πέμπτην ‘ς την εκκλησίαν πήγαινε, ή, να που σου το λέγω, να μη σε ιδούν τα 'μάτια μου ποτέ εις την ζωήν μου!