United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φύγ' απ' εδώ Υπομονή, και γείνου οδηγός μου εσύ Μανία φοβερά, πώχεις φωτιάντα μάτια! Τυβάλτη, 'πίσω πάρε τον τον λόγον που μου είπες και ο αχρείος είσαι συ! Επάνω μας πλανάται του Μερκουτίου η ψυχή, και συντροφιάν προσμένει την ιδικήν σου την ψυχήν εκεί να του την στείλω. Κατόπιν του ο ένας μας θα 'πάγη, ή κ' οι δυο μας!

Εις το αιματωμένον σου το σάβανον, Τυβάλτη, εδώ κοιμάσαι· τι ζητείς; τι άλλην χάριν θέλεις από το χέρι πώκοψε τα νειάτα σου ‘ς την μέσην, παρά να κόψη την ζωήν αυτήν, που εμισούσες; Συγχώρησέ με εξάδελφε! — Αχ, Ιουλιέτα, φως μου, πως είσαι τόσον εύμορφη ακόμη; Μη αλήθεια ο Θάνατος ο άυλος ερωτευμένος είναι; Μήπως το αποτρόπαιον, το άσαρκον το τέρας εδώ ‘ς το σκότος σε κρατεί, να σ' έχη ερωμένην; Από τον φόβον μου εδώ, μαζή σου θ' απομείνω.

Μου έφθανε τον θάνατον να κλαύσω του Τυβάλτη, ή εάν πρέπη συντροφιάν η συμφορά να έχη, κ' η πίκρα συνοδείαν της να έχη κι’ άλλην πίκραν, πώς, όταν έλεγεν αυτή, νεκρός είν' ο Τυβάλτης, δεν είπε: κι’ ο πατέρας σου κατόπιν, ή δεν είπε: κ' η μάνα σου, ή και οι δυο. Αυτό καϋμός θα ήτο, αλλά καϋμός υποφερτός. Αλλά εις του Τυβάλτη τον θάνατον, να έρχεται κατόπιν, κι’ ο Ρωμαίος εξωρισμένος!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ω πρίγκηψ, είναι συγγενής και τούτος του Μοντέκη κλίνει εκεί που αγαπά κι’ αλήθειαν δεν σου λέγει. Ήσαν καμμιά εικοσαριά που τον επολεμούσαν, κ' οι είκοσι κατώρθωσαν τον ένα να σκοτώσουν. Δικαιοσύνην σου ζητώ, ω πρίγκηψ! πλήρωσέ μου με του Ρωμαίου την ζωήν τον φόνον του Τυβάλτη!

ΕΙΣ ΠΟΛΙΤΗΣ Τον είδες; πού εξέφυγε; πού είν' ο δολοφόνος του Μερκουτίου; λέγε μας, πού είναι ο Τυβάλτης; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Να ο Τυβάλτης, καταγής. Ο ΠΟΛΙΤΗΣ Τυβάλτη, σε προστάζω εις τ' όνομα του πρίγκηπος να με ακολουθήσης. ΠΡΙΓΚΗΨ Πού είναι οι πρωταίτιοι αυτής της παραζάλης;

Σύρε αν θέλης το σπαθί και θα σ' ακολουθήση· μόνον και μόνον εις αυτό θα ήναι άνθρωπός σου. ΤΥΒΑΛΤΗΣ Ρωμαίε, την αγάπην μου θα σου την αποδείξω μ' αυτάς τας δύο λέξεις μου: Ένας αχρείος είσαι! ΡΩΜΑΙΟΣ Τυβάλτη, έχω αφορμήν να σ' αγαπώ εσένα, και δεν σε συνερίζομαι δι’ όσον πάθος δείχνεις μ' αυτόν σου τον χαιρετισμόν. Δεν είμ' εγώ αχρείος. Ώρα καλή σου το λοιπόν. Ακόμη δεν με 'ξεύρεις.

Με αυτό και μάνα, και πατέρας, και ο Τυβάλτης, και εγώ, και ο Ρωμαίος κι’ όλοι, όλοι μου φαίνονται νεκροί, και όλοι σκοτωμένοι! Εξωρισμένος! Θάνατος η λέξις είναι τούτη! ω! Θάνατος αμέτρητος κι’ οπού δεν έχει άκρην! λόγια δεν έχει τον καϋμόν αυτόν να τον εκφράζουν.... — Πού είναι ο πατέρας μου; η μάνα μου πού είναι; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Εις του Τυβάλτη τον νεκρόν μοιρολογούν και κλαίουν.

ΠΡΙΓΚΗΨ Αυτόν εδώ που κείτεται τον 'σκότωσ' ο Ρωμαίος, και τούτος τον Μερκούτιον — κ' εμένα ποίος τώρα θα μου πληρώση την τιμήν του αίματος που κλαίω; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Όχι εκείνος, ο πιστός του Μερκουτίου φίλος. Αν ο Ρωμαίος την ζωήν επήρε του Τυβάλτη και έπταισε, το πταίσμα του επρόλαβε τον νόμον. ΠΡΙΓΚΗΨ Τον εξορίζω απ' εδώ διά το πταίσμα τούτο.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Δεν λέγει γρυ, αυθέντα μου, πλην κλαίει κι' όλον κλαίει· και πότε ‘ς το κρεββάτι της ξαπλόνεται και πέφτει, και πότ' ανασηκόνεται, και μιαν Τυβάλτη! κράζει, Ρωμαίε! κράζει έπειτα, και πάλιν ξαναπέφτει. ΡΩΜΑΙΟΣ Ωσάν να ήτο τ' όνομα εκείνο μία σφαίρα, που από στόμα κανονιού εβγήκεν αναμμένη και την εσκότωσε!

ΤΥΒΑΛΤΗΣ, σύρων το ξίφος. Εδώ είμαι εγώ, να σου δείξω εσένα. ΡΩΜΑΙΟΣ Μερκούτιέ μου, κρύψε το σπαθί σου. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Έλα, Κύριε· να ιδώ την τέχνην σου. ΡΩΜΑΙΟΣ Ξεσπάθωσε, Μπεμβόλιε, και κτύπα τα σπαθιά των είν' εντροπή σας, άρχοντες· είν' εντροπή· σταθήτε· Τυβάλτη! ω Μερκούτιε! Επρόσταξεν ο Πρίγκηψ να παύσουν τα μαλώματατους δρόμους της Βερώνας· Τυβάλτη, κάτω το σπαθί! Μερκούτιε καλέ μου!