United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούοντας ταύτα ο βασιλεύς τρόπον τινά έμεινεν εκστατικός, όμως εύρε δυσκολίαν να το πιστεύση, λέγοντάς του· Αδελφέ, απατάσαι, σε επλάνεσαν τα μάτια σου, ή το εφαντάσθης εις τον ύπνον σου· διότι η μεγάλη βασίλισσα της Ινδίας δεν είνε ικανή να κάμη ένα τέτοιον άτιμον και παράνομον κάμωμα, και αν δεν το ιδώ εγώ δεν το πιστεύω. Τότε του λέγει ο Σχαζηνάν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι βεβαιότατον. ΕΙΡΑΣ. Ποτέ δεν θα το ιδώ, διότι είμαι βεβαία ότι τα νύχια μου είναι δυνατώτερα από τα μάτια μου. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι ο μόνος τρόπος του να ματαιώσωμεν τας προπαρασκευάς των, και να καταστρέψωμεν τα παραλογώτατα σχέδιά των.

Ο φύλαξ έμεινεν έκπληκτος, όταν ο κόμης του απήντησε: «πήγαινε να τον ερώτησης αν είναι Χίος, και αν είναι από την Χίον, είπε εκ μέρους μου εις τον υγειονόμον να του δώση έν καλόν δωμάτιον, και μετ' ολίγον θα έλθω να τον ιδώ», — Ενώ λοιπόν ο Αντώνιος εσκέπτετο το τί ποιητέον, καθότι ενόμισεν ότι ο Μεχμέτ Αλή Πασσάς επρόφθασε να ειδοποιήση την δραπέτευσίν του, και ότι θα τον συλλάβουν διά να τον παραδώσουν ή αποπέμψωσιν εις την Αλεξάνδρειαν, η έκπληξίς του εκορυφώθη, όταν επιστρέψας ο φύλαξ ερωτά από ποίον τόπον είσαι; άμα ήκουσεν από την Χίον, του λέγει πολύ καλά, αποκαλύπτει την κεφαλήν και του λέγει, ότι: έχω εντολήν από τον Αυθέντην Σινιόρ κόντε να ειπώ του υγειονόμου να σας παραχωρήση έν καλόν δωμάτιον, και μετ΄ολίγον θα έλθη και ο ίδιος να σας ιδή.

Ο νέος έλαβε την τόλμην να την παρακαλέση·Πώς το έλεγες εκείνο το τραγούδι, που τραγουδείς κάποτε; — Ποιο τραγούδι; — Το τραγούδι... που λέει για πανιά, για τιμόνι... και για τα πέρα βουνά, εψέλλισεν ο νέος. Και πάραυτα ήρχισε μετά τρυφεράς μεσοφωνίας, μετά ψιθύρου παθητικού τόνου να υποτερετίζη: Πότε θα κάμωμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι, να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!

Ταύτα πάντα είδα δι' ενός μόνου βλέμματος άμα συνελθούσα κάπως, διότι ο δεκανεύς μου, εισαγαγών αίφνης εν μέση ομιλία την χείρα του εις το θυλάκιόν του, μ' απέσυρεν εκ του βαράθρου μου σπαίρουσαν υπό τρόμου και φρίκης, και με απέθηκε βιαίως επί του τραπεζίου, ανακράζων διά βραγχώδους και οινοβαρούς φωνής: — Κι' αν δεν πιστεύετε, έτηνε! — Μωρέ στάσου! — Πούνε την! — Για να ιδώ!

Αφού γνωρίζω την κατοικίαν της Λιγείας, είπε, θα ηδυνάμην να υπάγω μόνος μου να την εύρω και να την ερωτήσω, αν θα με δεχθή ως σύζυγον, όταν η ψυχή μου γίνη χριστιανή· αλλά προτιμώ να παρακαλέσω σε, απόστολε, να μου επιτρέψης να την ίδω, να με οδηγήσης συ αυτός προς εκείνην.

Σου ομολογώ, κύριέ μου, ότι έμεινα εκστατικός να ιδώ ένα θησαυρόν τόσον πλούσιον, που είνε αδύνατον να σου τον διηγηθώ και αν εγώ ήθελα ζήσει χίλιους χρόνους, και αν εξόδευα καθώς ξοδεύω κατά το παρόν, ακόμη δεν ήθελε τελειώσει.

Πολλές κυρίες εμάτιασα με κύτταγμα τρυφερό, και πολλές φορές τα γλυκομίλητα χείλη τους υπόταξαν τα πάρα πρόθυμα αυτιά μου· διάφορες γυναίκες μ' άρεσαν για διάφορες αρετές, αλλά την ψυχή μου δεν συνεπήρε καμμία τόσο βαθυά, ώστε να μη της ιδώ κάποιο λάθος να πολεμάη από τες χάρες της την υψηλότερη, και να την κατεβάζη· αλλά συ, ω συ, τόσο τέλεια, ασύγκριτη τόσο, επλάσθης με κάθε άλλου πλάσματος το άνθος.

ΤΥΒΑΛΤΗΣ, σύρων το ξίφος. Εδώ είμαι εγώ, να σου δείξω εσένα. ΡΩΜΑΙΟΣ Μερκούτιέ μου, κρύψε το σπαθί σου. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Έλα, Κύριε· να ιδώ την τέχνην σου. ΡΩΜΑΙΟΣ Ξεσπάθωσε, Μπεμβόλιε, και κτύπα τα σπαθιά των είν' εντροπή σας, άρχοντες· είν' εντροπή· σταθήτε· Τυβάλτη! ω Μερκούτιε! Επρόσταξεν ο Πρίγκηψ να παύσουν τα μαλώματατους δρόμους της Βερώνας· Τυβάλτη, κάτω το σπαθί! Μερκούτιε καλέ μου!

Για πεντακόσια χρόνιααυτά τα στειρολίθαρα, πώσο και αν έχουν χώμα Ταπόχτησανε τρώγοντας από τα κόκκαλά μας, Μάτι ποτέ δεν έκλεισεν ούτ' ένας Μουσουλμάνος Χωρίς να ιδήτον ύπνο του να λάμψη ένα τουφέκι Ή να σφυρίξη ένα σπαθί. Ήρθετο χτένι ο κόμπος, Θα ξεχωνιάσω αυτήν τη γη. Θα ιδώτα σωθικά της Ποιος δαίμονας εφώλιασε.