Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Και ευχαριστήθηκα εις αυτήν την εκδίκησιν. Μα από το άλλο μέρος στοχαζόμενος πως δεν ήθελα ιδεί πλέον την πατρίδα μου, και τον πατέρα μου, ομοίως και την μητέρα μου και εδικούς, όντας σκλάβος, μου εφαίνονταν αυτή η σκλαβιά σκληροτέρα από τον θάνατον· πολλά με έθλιψεν εις τας πρώτας ημέρας· μα ύστερα κάνοντας από την χρείαν καρδίαν και υπομονήν, εδόθηκα όλος εις το να δουλεύσω τον αυθέντην μου με κάθε εμπιστοσύνην.

Και διά των δακτύλων του παρέστησε προς τον αυθέντην του, ζωηρώς, διά τριών θλιβερών σχημάτων, μεγάλων και πολυσυνθέτων, πρώτον το Χριστόψωμον, και είτα τον οβελόν του χοιρινού, στρεφόμενον εν τη ασβεστωμένη εστία, και τέλος το ευφρόσυνον κρασοβόλιον.

Ο Βεζύρης βλέποντας τον αυθέντην του αποφασισμένον διά να βγάλη την περιέργειάν του, δεν ετόλμησε πλέον να του εναντιωθή.

Μίαν ημέραν περιδιαβάζοντας εις τον τόπον οπού ετρέφοντο τα ζώα του, εις τον οποίον ήσαν δεμένα εις ένα παχνί ένας γάιδαρος και ένα βόιδι, ήκουσε να ομιλούν αναμεταξύ των αυτά τα δύο ζώα, και το βόιδι εκαλοτύχιζε τον γάιδαρον διά την ανάπαυσιν που είχε, λέγοντάς του· επαινώ και ζηλεύω την καλήν σου τύχην, που στέκεις πάντοτε εις ανάπαυσιν, τρώγοντας και πίνοντας και περιδιαβάζοντας εις τα λιβάδια, εκτός από ολίγον κόπον που κάμνεις, να βαστάς τον αυθέντην μας από το σπίτι έως το χωράφι, και από το χωράφι πάλιν εις το σπίτι.

Εις παρομοίαν διήγησιν η Κυρά κατεβαίνει από τον θρόνον της και πλησιάζει εις τον βασιλέα, τον παίρνει από το χέρι, τον φέρει εις ένα χοντζερέ, εις τον οποίον ήτον μία τράπεζα ετοιμασμένη από εκλεκτά φαγητά· αυτή τον έκαμε να καθήση, ομοίως και αυτή εκάθησεν ανάμεσα αυτουνού και του βεζύρη, ο οποίος από όλα εκείνα, που έβλεπε, δεν ημπορούσε να στοχασθή άλλο διά τον αυθέντην του παρά κανένα δυστυχισμένον τέλος.

Να αρνηθή εις τον αυθέντην του, όστις του έδιδεν άρτον; Να λησμονήση την ρητήν παραγγελίαν της θνησκούσης θείας του; — Αυθέντη, είπε τέλος, η θειά μου μου παράγγειλε να τα διαβάσω μοναχός μου. Ο κ. Λευκόπουλος ητένισε βαθύ βλέμμα επί την μορφήν του μικρού υπηρέτου του, και τω είπεν ευμενώς·Καλά σου παρήγγειλε. Να πας εις το σχολείον, παιδί μου, . . . . να πας.

Ο κόσμος όλος μάρτυς μου, Εδμόνδε, σε κηρύττω αυθέντην μου και άνδρα μου! ΓΟΝΕΡ. Να τον χαρής ελπίζεις; Η άδεια δεν κρέμαται από την θέλησίν σου. ΕΔΜ. Ούτ' από 'σένα κρέμεται. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ναι, νόθε, απ' εμένα! Να τυμπανίσουν πρόσταξε και διαλάλησέ το, ότι είσαι άνδρας μου! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Σιγά! Έχω κ' εγώ τον λόγον! Εδμόνδε, είσαι ένοχος εσχάτης προδοσίας! Σε συλλαμβάνω, — με αυτό το χρυσωμένο φίδι!

Καταλαμβάνω καλώτατα την υπόθεσιν διά την οποίαν ήλθες· εσύ έρχεσαι εδώ από όνομα του παρανόμου αυθέντος σου διά να μου αναγγείλης πως αυτός κρατεί εις το παλάτι του την θυγατέρα μου εναντίον κάθε δικαιοσύνης, μα θέλει το μετανοήσει πολλά ογλήγορα διά την εντροπήν που μου έκαμε· και διά να κάμω αρχήν του θυμού μου, προστάζω να σου κόψουν το κεφάλι, και ελπίζω ότι με τούτον τον τρόπον θα μεταχειρισθώ και τον άνομον αυθέντην σου, που διά μέσον της μαγικής τέχνης κανενός θανατηφόρου μάγου μου άρπαξε την θυγατέρα, και έκαμε αυτήν την ατιμίαν εις το παλάτι μου.

Απεκρίθη ο γάιδαρος· φίλε, στοχάσου καλά, διότι έτσι μ' αυτόν τον τρόπο θα αφανισθής· διότι απόψε όταν ερχόμουν εδώ, ήκουσα ένα λόγον από τον αυθέντην, που μου έκαμε και ετρόμαξα πολύ διά την αγάπην που σου έχω.

Ειμπορεί να έφθασε το μαντάτον πρωτήτερα από εμέ, αν και εγώ εστάλθηκα διά να το φέρω. — Να μου φέρης εμέ μαντάτο; — Όχι εις εσέ, εις τον αυθέντην σου. — Εις τον αυθέντην μου; — Ναι. Πού είνε τος; Ο Θευδάς έδειξε την κλειστήν θύραν του άντρου. — Είνε εκεί μέσα; ηρώτησεν ο Τρέκλας. — Ναι. — Και τι κάμνει; Ο Θευδάς εκίνησε τους ώμους. — Νόστιμο. Δεν ειξεύρεις; — Δεν ειξεύρω, είπεν ο Θευδάς.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν