Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Αλλ' αίφνης εκρούσθη η θύρα, και, μετά προφανούς δυσαρεσκείας είδε την καταξύριστον μορφήν του υπηρέτου ευσεβάστως παρακύπτουσαν όπισθεν του θυροφύλλου. — Τι τρέχει, Λουή; τον ηρώτησα εισερχόμενον. — Μία Τούρκισσα, απήντησεν υποκλινόμενος προ της συνοφρυωμένης μητρός μου, μία Τούρκισσα προς επίσκεψιν. — Προς επίσκεψιν ημών; Δεν είναι δυνατόν! Θα έχης λάθος, Λουή, πήγαινε!

Ο Άρπαγος με είδε, με διέταξε να λάβω αμέσως το παιδίον, να αναχωρήσω κρατών αυτό και να το εκθέσω εις το μάλλον συχναζόμενον υπό των θηρίων μέρος των ορέων μας, λέγων ότι ο Αστυάγης διέταττε τούτο και προσθέτων τρομεράς απειλάς εάν δεν υπακούσω. Έλαβον λοιπόν το παιδίον και το έφερον, υποθέτων ότι θα ήτο υπηρέτου τινός, διότι ποτέ δεν θα ηδυνάμην να εικάσω τίνος ήτο.

Όπως εις το ποίημα του Δάντε, αντηχούσι κ' εκεί όλαι αι γλώσσαι και λάμπουσιν υπό τας ακτίνας του δύοντος ηλίου όλα τα χρώματα, όχι μόνον του ενδύματος, αλλά και του δέρματος πάσης καυκασίας, κιτρίνης ή αιθιοπικής φυλής. Το ροδόλευκον της Αγγλίδος δεσποίνης παρά την ώχραν του ινδού αυτής υπηρέτου, το χαλκόχρουν του Πέρσου και ο έβενος της Αραπίνας.

Ο σκοπός του διαλόγου τούτου μεταξύ του υπηρέτου και των μουσικών, είναι ν' αποδείξη την αδιαφορίαν, μεθ' ης οι ξένοι παρίστανται εις τας συμφοράς των προϊσταμένων αυτών. Αλλ' ενταύθα η φύσις άπασα ώφειλε να θεωρή μετά λύπης την καταστροφήν ταύτην της ζωής, της νεότητος, του κάλλους και του έρωτος. Πάντες ώφειλον να θλίβωνται.

Ο Βινίκιος είπε: — Θα σου δώσω ένα υπηρέτην, όστις θα φέρη μαζή του το απαιτούμενον ποσόν συ θα είπης εις τον Ευρίκιον, ότι είναι δούλος σου, και θα εγχειρίσης εις τον γέροντα τα χρήματα επί παρουσία του υπηρέτου. Εν τοσούτω, επειδή μου έφερες μίαν είδησιν αξιόλογον, θα λάβης ίσον ποσόν και διά τον εαυτόν σου. Ελθέ να ζητήσης απόψε τον υπηρέτην και τα χρήματα.

Ούτω μείνας μόνος μετά την έξοδον του υπηρέτου εφρόντισε να κλείση την εσωτερικήν θύραν του ευρυχώρου άντρου, να σύρη τα παραπετάσματα και να καταστήση αόρατα εις τους οφθαλμούς του Γεωργίου Σχολαρίου τα παρ' αυτού λατρευόμενα.

Ωνομάζετο ούτος Μουλά Μουσταφάς, ήτο δ' εκ Κρήτης και ελάλει Ελληνιστί, αλλά πολλά δεν έλεγε, μη θέλων, Τούρκος αυτός, να δώση θάρρος εις τους λοιπούς, οίτινες τον ηκολούθουν κατά σειράν, επί του όνου του έκαστος. Εγώ, κατά διαταγήν των δημογερόντων, εβάδιζα, δίκην υπηρέτου, παρά τον όνον του. Άπαξ μόνον μου απηύθυνεν ο Μουλάς τον λόγον.

Να αρνηθή εις τον αυθέντην του, όστις του έδιδεν άρτον; Να λησμονήση την ρητήν παραγγελίαν της θνησκούσης θείας του; — Αυθέντη, είπε τέλος, η θειά μου μου παράγγειλε να τα διαβάσω μοναχός μου. Ο κ. Λευκόπουλος ητένισε βαθύ βλέμμα επί την μορφήν του μικρού υπηρέτου του, και τω είπεν ευμενώς·Καλά σου παρήγγειλε. Να πας εις το σχολείον, παιδί μου, . . . . να πας.

Προσκυνήματα πολλά, λέγει εξερχομένη του εστιατορίου και παρεμβαίνουσα η κυρία Παρδαλού, ήτις είχεν ακούσει έσωθεν την φωνήν του υπηρέτου, προσκυνήματα πολλά, και να μας συγχωρούν, διότι είμεθα προσκεκλημένοι απόψε εις συναναστροφήν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ετελείωσες; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Φευ! έδυσε τώρα η επίγειος ημών σελήνη, και μόνον το σημείον τούτο προμηνύει την πτώσιν του Αντωνίου. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πρέπει να περιμένω έως ότου τελειώση. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έπρεπε ν' ανταλλάξης βλέμματα μεθ' ενός υπηρέτου διά να κολακεύσης τον Καίσαρα; ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δεν με γνωρίζεις ακόμη; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Προς εμέ λοιπόν ψυχρά καρδία;

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν